Συντάχθηκε από Γιάννη Δρουγούτη
Ο Τσετσεβός ήταν ένα μεγάλο κεφαλοχώρι που σύμφωνα με τα λεγόμενα κάποιων γερόντων, αριθμούσε περισσότερες από δύο χιλιάδες ψυχές.
Ήταν κτισμένος στη βόρεια πλευρά του Παναχαϊκού και καταστράφηκε από καθίζηση του εδάφους κατά τα έτη 1750-1775.
Οι κάτοικοι που εγκατέλειψαν τη μικρή κωμόπολη εγκαταστάθηκαν γύρω από το βουνό που βρίσκεται το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου, δημιουργώντας επτά χωριά, τα Αραγόζαινα (σημερινό Άλσος), το Γρόπα (σημερινό Λάκκα), το Βερίνο, τη Μυρόβρυση, τον Μάγειρα, τα Δοκανέϊκα και τα Σινανιά.
Όλα αυτά τα χωριά, για όσους γνωρίζουν την ιστορία της Αιγιάλειας, είναι γνωστά και ως Τσετσεβοχώρια.
Αυτός είναι και ο λόγος που από τους γεροντότερους μπορούμε να ακούσουμε να ονομάζουν το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου και ως ο Άγιος Ιωάννης ο Τσετσεβός.
Στο χωριό της Μυρόβρυσης (φωτογραφία) κατά τα δύσκολα και σκοτεινά χρόνια του εμφυλίου, οι αντάρτες είχαν κρατήσει όμηρο, μάλλον στο Δημοτικό Σχολείο, έναν νεαρό.
Ο νεαρός θα οδηγούνταν στο εκτελεστικό απόσπασμα ωστόσο η κυρά Σοφία που περνούσε κάθε μέρα από εκεί με τα ζωντανά της κατάφερνε χωρίς να τη βλέπουν να του δίνει λίγο γάλα και ψωμί.
Με κίνδυνο τη ζωή της, αυτό επαναλάμβανε καθημερινά για αρκετό καιρό.
Τελικά, για άγνωστους λόγους, ο νεαρός αφέθηκε ελεύθερος.
Αρκετά χρόνια αργότερα, πιστεύω στη δεκαετία του 1960, η κυρά Σοφία μετά από ένα γεύμα αντιμετώπισε πρόβλημα καθώς ένα αιχμηρό ψαροκόκαλο σφηνώθηκε στο λαιμό της. Οι μέρες περνούσαν και το ατίθασο οστό δεν έλεγε να αποχωριστεί τη κυρά Σοφία. Οι δικοί της άνθρωποι την προέτρεψαν να ανέβει στην Αθήνα ώστε να πάει σε κάποιο νοσοκομείο.
Έτσι και έγινε. Η κυρά Σοφία λοιπόν ένα πρωινό βρέθηκε στις ουρές των εξωτερικών ιατρείων γνωστού νοσοκομείου της πρωτεύουσας που εφημέρευε.
Κάποια στιγμή ένας γιατρός και μία νοσοκόμα που τον συνόδευε, εισχώρησαν στο πλήθος ώστε να δουν οι ίδιοι τη σοβαρότητα της κατάστασης κάθε ασθενούς και να δώσουν ανάλογα τη προτεραιότητα.
Ο γιατρός έφθασε μπροστά στη κυρά Σοφία, κοντοστάθηκε, τη κοίταξε για λίγο ίσια μέσα στα μάτια και μετά τη ρώτησε από πού κατάγεται και πως τη λένε.
Λαμβάνοντας τις πληροφορίες που ήθελε έκανε νεύμα στη νοσοκόμα η οποία αμέσως πήρε στο ιατρείο τη γυναίκα.
Όταν ο γιατρός μετά από αρκετή ώρα, χωρίς να έχει πει την παραμικρή λέξη, απάλλαξε τη γηραιά κυρία από τους πόνους της, γύρισε και τη ρώτησε “δεν με αναγνωρίζει κυρά Σοφία;”
Ο γιατρός ήταν ο νεαρός αιχμάλωτος στη Μυρόβρυση που δεχόταν καθημερινά τη τροφή από τα ευλογημένα χέρια αυτής της γυναίκας.
* Την ιστορία μου διηγήθηκε ο 84χρονος συγγενής της Κυράς Σοφίας, Θανάσης Ξηρός από το Γκραίκα Αιγιαλείας.
Το επίθετο της γυναίκας ήταν Γιαννοπούλου και καταγόταν από το Βερίνο.
Δεν υπάρχουν περισσότερα στοιχεία για τον γιατρό.
Θα πρέπει να επισημάνω πως η κυρά Σοφία μετά την απελευθέρωση του νεαρού αιχμαλώτου από τους αντάρτες και μέχρι την αναπάντεχη συνάντησή τους, δεν γνώριζε τίποτα για την τύχη του ή έστω αν ζούσε.
Γιάννης Δρουγούτης -2015
Λίγα λόγια για το συντάκτη του άρθρου
Author: Νέοι Καιροί εν Αιγίω Email:neoikairoienaigio@gmail.com