Γράφει: ο Γιάννης Σ. Δρουγούτης  

Στο τηλέφωνο με ενημέρωσε, ο φίλος μου ο Νεκτάριος, πως  ήθελε να επισκεφθεί  τη σκήτη του Οσίου Λεοντίου.  Λέκτορας ο ίδιος του Πανεπιστημίου Αιγαίου,  ετοίμαζε μια παρουσίαση για τα βυζαντινά μνημεία της Πελοποννήσου και ήθελε να συμπεριλάβει σε αυτήν και το Παλαιομονάστηρο της Μονής Ταξιαρχών. Η αφορμή είχε δοθεί  για μια ακόμα γοητευτική διαδρομή στους ορεινούς όγκους της Αιγιάλειας.

Ξεκινήσαμε για τους πρόποδες του Κλωκού με τελικό προορισμό τη σκήτη του Οσίου Λεοντίου,   μόλις  15 χιλιόμετρα απόσταση από την πόλη του Αιγίου.  Γλυκό μας υποδέχτηκε τ΄ απριλιάτικο  πρωινό γεμάτο μυρουδιές και πρωινές δροσοσταλίδες, ένας υπέροχος καμβάς για να κεντήσει κανείς  το μυστήριο που οι δυο μας αναζητούσαμε σ΄ αυτή την διαδρομή του κόσμου.  Αφήνοντας πίσω μας την Κουλούρα στα νότια της πόλης,  ανέλαβα ως ντόπιος, τον ρόλο του ξεναγού δίνοντας πληροφορίες όχι τόσο για την ιστορία της Μονής και τη σκήτη του Οσίου Λεοντίου,  αλλά για την ευρύτερη περιοχή  που περικλείει τα βουνά Μπαρμπάς , Κλωκός και τον ποταμό Σελινούντα με την πλούσια χλωρίδα του, τις εναλλαγές του τοπίου και τα ορθά, κοφτά βράχια που υψώνονται στις δύο του όχθες. Περνώντας μέσα από τους ελαιώνες φθάσαμε στον οικισμό της Φωνησκαριάς. Στρίψαμε αριστερά και αρχίσαμε να ανηφορίζουμε τους πρόποδες του όρους Μπαρμπάς  όπου μετά από λίγο αντικρίσαμε το χωριό Μαυρίκι  (Βόβοδα). Το Μαυρίκι  χτισμένο αμφιθεατρικά στη δυτική πλευρά του ποταμού Σελινούντα και σε υψόμετρο  250 μέτρων, απέχει μόλις 5 χιλιόμετρα από το Αίγιο. Το χωριό δημιουργήθηκε το 1870 περίπου από την σταδιακή μετανάστευση των κατοίκων του χωριού  Άνω Μαυρικίου, που βρισκόταν πιο νότια,  στις δυτικές πλαγιές του Κλωκού και σε δυσπρόσιτη περιοχή.

Στην έξοδο του χωριού, ο δρόμος αρχίζει να κατηφορίζει προς τον ποταμό με πολλές στροφές. Άθελά μου κοιτούσα, πότε αριστερά στις πλαγιές του Κολοκοτρώνη και το απέναντι χωριό τον Αχλαδιά και πότε δεξιά μου, στις πλαγιές πάνω από τον δρόμο που διασχίζαμε. Προσπαθούσα να φέρω στο μυαλό μου τις εικόνες με τα πευκοδάση που έγιναν στάχτες με τις καταστροφικές πυρκαγιές του 2007. Προσπαθούσα να μεταφέρω στον συνοδηγό μου , αυτές τις εικόνες που είχα χαραγμένες με ανεξίτηλα χρώματα  στη μνήμη μου. Την πρόσκαιρη θλίψη μου την διαδέχθηκε η αισιοδοξία καθώς με την άκρη του ματιού μου έβλεπα την προσπάθεια που κάνει η μητέρα φύση να ανακάμψει. Πέντε χρόνια μετά τις τραγικές στιγμές που έζησε η Αιγιάλεια, η φύση ορθώνει για μια ακόμη φορά το ανάστημά της και συγκαταβαίνει αστασίαστα  απέναντι στον μεγαλύτερο εχθρό της, τον άνθρωπο.

  Μέσα σε αυτή την εναλλαγή των συναισθημάτων φθάσαμε στο Σελινούντα ποταμό προτιμώντας το παλιό γέρικο γεφυράκι  για να τον  διασχίσουμε. Δίπλα μας ακριβώς εκτεινόταν επιβλητική  η νέα ζεύξη, μια μεγάλη τσιμεντένια γέφυρα, άχαρη λίγο στα δικά μας μάτια , και ξένη  μάλλον στο μαγευτικό τοπίο που ξεδιπλώνεται μπροστά μας. Ένα τοπίο συναρπαστικό, ένας καταγάλανος ουρανός και μια άνοιξη πλανεύτρα. Μία στάση απαραίτητη για να απολαύσουμε  την πανδαισία των χρωμάτων και των αρωμάτων, να θαυμάσουμε τούτον τον τόπο που ,για όσους τον αγαπούν, ακόμα και το πιο χιλιοειδωμένο τοπίο του  ξετυλίγει νέες εικόνες και συγκινήσεις πάντα πρωτόγνωρες.

Σε αυτό ακριβώς το σημείο,  το καλόηχο  και γνώριμο βουητό του υγρού στοιχείου, που αιώνες τώρα ερωτοτροπεί  ατέρμονα  με τα βράχια του ποταμού, γίνεται πιο έντονο καθώς ξεκινά το τελευταίο  φαράγγι, μια στενωπός κάτω ακριβώς από τα χωριά της Βόβοδας και του Αχλαδιά πριν το ποτάμι γαληνέψει στον κάμπο του Αιγίου. Ο Σελινούντας ποταμός είναι ο μεγαλύτερος της  Αιγιάλειας  με μήκος που φθάνει τα  40 χιλ. , έχοντας τις πηγές του κοντά στην Άνω Βλασσία, στον μυθικό Ερύμανθο στην επαρχία Καλαβρύτων. Το ποτάμι φέρει το όνομα του Σελινούντα, βασιλιά των αυτοχθόνων της περιοχής και πατέρα της Ελίκης .Είναι πια γνωστό σε όλους ότι προς τιμήν της χτίσθηκε η Ελίκη ανατολικά του Αιγίου και του σημερινού ποταμού, μια πανάρχαια πόλη που η αρχαιολογική σκαπάνη φέρνει σιγά σιγά στο φως.

Έχοντας περάσει στην ανατολική πλευρά του ποταμού, αφήσαμε τον κύριο δρόμο που οδηγεί στο χωριό Μελίσσια και  κινηθήκαμε παράλληλα με αυτόν. Περνώντας στα ριζά του βράχου, στους πρόποδες του Κλωκού, κάναμε μια κυκλική διαδρομή και καθώς ανηφορίζαμε  είδαμε να υψώνεται μπροστά μας μοναχική και άρχουσα, η  Μονή Ταξιαρχών μέσα σε ένα τοπίο άθικτο  από την πύρινη λαίλαπα .

Σε ένα επίπεδο κομμάτι γης λίγο πιο ψηλά από τις όχθες του Σελινούντα, βρίσκεται η νέα μονή των Παμμεγίστων Ταξιαρχών. Η μονή κτίσθηκε σε αυτό το σημείο μετά την τελευταία καταστροφή του Παλαιομονάστηρου το 1620, που προηγουμένως είχε καταστραφεί στις 15 Αυγούστου του 1500, σύμφωνα με το Βραχύ Χρονικό. Η νέα μονή καταστράφηκε  το 1772 από τους  Τουρκαλβανούς  κατά τα Ορλωφικά . Μέχρι το 1775 η μονή χτίστηκε ξανά ενώ μετά την  επανίδρυσή της συμπληρώθηκε κατά καιρούς με άλλα κτίρια και εξωραΐστηκε. Το Καθολικό που δεσπόζει στο εσωτερικό της μονής είναι διακοσμημένο με εξαίρετες  αγιογραφίες του 19ου αιώνα, δυτικής   τέχνης των  Δ.Κ.Φάνελλη,  Α. Μανέλη και Ι. Οικονόμου. Σημαντικότατη  είναι και η βιβλιοθήκη της μονής, άγνωστη σε πολλούς, που αριθμεί 4.000 τόμους πολύτιμων βιβλίων και χειρογράφων.

Σε περίοπτη θέση εντός του ναού και σε αργυρή λάρνακα  φυλάσσονται τα οστά του οσίου Λεοντίου.  Αυτά μεταφέρθηκαν από το Παλαιομονάστηρο τον Ιούλιο του 1820 όταν ηγούμενος  ήταν ο Σάββας Βερσοβίτης.

Σύντομα πήραμε τον κακό από τις βροχές του χειμώνα και ανηφορικό δρόμο  που οδηγούσε στο ασκηταριό.  Ο επιβλητικός  κάθετος βράχος ύψους άνω των εκατό μέτρων, δεσπόζει στο χώρο. Στα ριζά του, σαν καλοφτιαγμένη αετοφωλιά ξεχωρίζουν από μακριά τα κτίσματα της πρώτης μονής μαγνητίζοντας τα βλέμματα   των επισκεπτών. Μετά από δύο χιλιόμετρα προσεκτικής οδήγησης φθάσαμε σε ένα πλάτωμα, αφήσαμε το αυτοκίνητο, εφοδιαστήκαμε με τις φωτογραφικές μας μηχανές και ακολουθήσαμε το μονοπάτι που οδηγούσε στην  παλαιά μονή. Ο βράχος από κοντά είναι εντυπωσιακός προκαλώντας δέος  αλλά και φόβο στον επισκέπτη, θυμίζοντας κάτι από το υπερκόσμιο τοπίο  των Μετεώρων.  Την ιερή αυτή ησυχία διακόπτουν μόνο τα φτερουγίσματα των γερακιών που έχουν τις φωλιές τους καλά κρυμμένες στα κοιλώματα του βράχου σαν άλλοι ασκητές, σαν φρουροί ακοίμητοι της ιστορίας  τούτου του τόπου.

Κατά μήκος του μονοπατιού βλέπουμε στα αριστερά μας λίθινες καμάρες απομεινάρια του αύλακα που έφερνε νερό στη μονή από το υδραγωγείο.

Μερικά σκαλοπάτια από τσιμεντόπλακες, αφύσικες στο φυσικό περιβάλλον, μας οδηγούν στη πύλη της παλαιάς μονής που σώζεται μέχρι σήμερα. Τα εξωτερικά τείχη της μονής δεν υπάρχουν πια, παρά μόνο κάποια θεμέλια κτισμάτων και μισογκρεμισμένα τείχη που οριοθετούν την παλαιά μονή.  Δεξιά και μέσα στο βράχο υπάρχουν υπολείμματα από τοιχογραφίες, φθαρμένες και ταλαιπωρημένες από την πάλη με τον χρόνο. Πέτρες και ξύλα προεξέχουν από το βράχο, υλικά ευλογημένα που χτίζονται όλα τα μοναστήρια  μαζί με πολύ πίστη.

Η μονή Ταξιαρχών συνδέεται με τον Όσιο Λεόντιο (1377-1452), ο οποίος ήταν γιος ανώτατου στρατιωτικού αξιωματούχου από τη Μονεμβασία και είχε στενές σχέσεις με την Κωνσταντινούπολη. Η μητέρα του Θεοδώρα, φαίνεται ότι ήταν θυγατέρα του αυτοκράτορα Ανδρονίκου του Δ´ του Παλαιολόγου (1376-1379). Ο Όσιος Λεόντιος,   του οποίου το κοσμικό  όνομα ήταν Λέων, σύμφωνα με τα στοιχεία που αντλούμε από το βίο του, αφού έζησε για  αρκετό χρονικό διάστημα στο Άγιο Όρος,  έφθασε και εγκαταστάθηκε περίπου στα 1415-1420  σ΄αυτό ακριβώς το σημείο.

 Αμέσως μόλις μπούμε στον χώρο του μοναστηριού την προσοχή μας κλέβει ο μικρός αλλά εξαιρετικά σημαντικός  ναός του Αρχαγγέλου Μιχαήλ μαζί με έναν μικρότερο ακριβώς δίπλα του, που είναι μεταγενέστερος.

Πρόσφατα η 6η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων έφερε στο φως το παλαιότερο, από τα τρία τουλάχιστον στρώματα ζωγραφικής, που διατηρούνται στο μικρό αυτό ναό. Οι ζωγράφοι της μονής Ταξιαρχών αντιπροσωπεύουν ένα από τα σημαντικότερα ρεύματα της κωνσταντινουπολίτικης τέχνης του τέλους του 14ου και των αρχών του 15ου αιώνα, όπως αυτή αποτυπώνεται σε έργα κορυφαίων καλλιτεχνών της εποχής αυτής που εργάζονται μακριά από την Κωνσταντινούπολη. Συγκεκριμένα, η εξπρεσιονιστική ζωγραφική του Παλαιομονάστηρου, μπορεί να συγκριθεί με έργα του Θεοφάνη του Έλληνα και του Μανουήλ Ευγενικού και είναι από τα σπουδαιότερα δείγματα αυτού του ρεύματος στη βυζαντινή επικράτεια. Ο υψηλής ποιότητας διάκοσμος του μικρού ναϋδρίου καταδεικνύει το ενδιαφέρον του Λεοντίου για τη μονή, ο οποίος λόγω των σχέσεων που διατηρούσε με την Βασιλεύουσα, ανέθεσε τη διακόσμηση  το ναού  σε συνεργείο της Πόλης. Αυτές οι αγιογραφίες ήταν, άλλωστε, και η αιτία αυτής της σύντομης εξόρμησής μας.

Η εντυπωσιακή πέτρινη κλίμακα με τις καμάρες και τα 51 σκαλοπάτια σε ανεβάζουν στα ψηλότερα επίπεδα της μονής αλλά και στα ψηλότερα επίπεδα της πνευματικότητας του Οσίου. Εκεί υπάρχει η τρύπα, μια φυσική κοιλότητα στο βράχο, όπου ασκήτεψε ο Όσιος Λεόντιος. Ακριβώς δίπλα και κολλημένη στα τοιχώματα της σκήτης  βρίσκεται ο μικρός ναός της Αναστάσεως που έκτισε ο ίδιος ο Λεόντιος. Μερικά ξύλινα σκαλοπάτια μας βοηθούν να περάσουμε πάνω από τον ναό και να φθάσουμε στο σημείο όπου βρίσκεται η κενή πια πέτρινη λάρνακα του Οσίου ο οποίος αναχώρησε από τούτο τον κόσμο στις 11 Δεκεμβρίου  του 1452. Εδώ ακριβώς  φθάνει κανείς στο ψηλότερο σημείο του Παλαιομονάστηρου.

Μείναμε σιωπηλοί κι ακίνητοι μη μπορώντας να διαταράξουμε την απόκοσμη γαλήνη του χώρου. Εδώ ψηλά στο βράχο, κάπου ανάμεσα στο ανθρώπινο μέτρο και σ΄ ότι το υπερβαίνει,  στρέψαμε τα βλέμματά μας  στη κοιλάδα που απλωνόταν ακριβώς από κάτω μας με το ποτάμι και τη τετράγωνη φιγούρα της νέας Μονής. Στο κελάρυσμα του νερού αφουγκραστήκαμε την ήσυχη  ανάσα Του  Θεού πάνω στα πλάσματά του και κάπως έτσι πήραμε το δρόμο της επιστροφής στα γήινα και τα καθημερινά.

Σημείωση:

Σε διεθνές Συμπόσιο που έγινε στις 15-16 Ιουνίου του 2012 ο Δρ. Νεκτάριος Ζάρρας παρουσίασε μεταξύ άλλων, το παλαιομονάστηρο  των Ταξιαρχών Αιγιαλείας (Όσιος Λεόντιος)  προκαλώντας  αίσθηση στο επιστημονικό κοινό του Βελιγραδίου. Οι παλαιότερες τοιχογραφίες του αποτελούν πολύτιμη μαρτυρία της κωνσταντινουπολίτικης τέχνης και  το κατατάσσουν στα σημαντικότερα βυζαντινά μνημεία της Πελοποννήσου και του ελλαδικού χώρου .

Γ. Δ.

Προηγούμενο άρθροΕλαιώνας Αιγιάλειας
Επόμενο άρθροΑπό το θέατρο της αρχαίας Αιγείρας ως τη Βλωβοκά