Συντάχθηκε από Κυριάκος Παπαγεωργίου

(Συνέχεια από το προηγούμενο) Αυτά λέει ο θρύλος για το μοναστήρι.

Η μονή είναι αφιερωμένη στην Παναγία τη Βρεφοκρατούσα και σύμφωνα με ένα θρύλο, πάλι, φέρεται να είναι έργο του Ευαγγελιστή Λουκά. Καταστράφηκε από τους εικονομάχους το 840  μ.Χ. αλλά χτίστηκε ξανά από το βάθρο του, από τον Ανδρόνικο τον Β’ τον Παλαιολόγο αποκτώντας  αμύθητη περιουσία, απ΄ τα πολύτιμα αφιερώματα, αλλά και ακίνητα σε όλο τον ελληνικό χώρο που φτάνουν μέχρι τη Μικρασία.

Τελευταία φορά καταστράφηκε από τους Γερμανούς το 1943, την επόμενη μέρα της εκατόμβης των Καλαβρυτινών. Οι Γερμανοί, περνώντας από το μοναστήρι έβαλαν φωτιά και το έκαψαν σκοτώνοντας όλους τους καλόγερους. Σώθηκαν όμως αναρίθμητα κειμήλια, λείψανα, εικόνες, ξυλόγλυπτα και εκκλησιαστικά σκεύη αμύθητης αξίας που φυλάσσονται στο μουσείο της μονής. 

Βγαίνοντας από το μοναστήρι παρακαλούμε κάποιον από τους επισκέπτες που έχουν προορισμό τα Καλάβρυτα να μας μεταφέρει για πέντε χιλιόμετρα περίπου ως τη διασταύρωση της Κερπινής. Από εκεί θα βρεθούμε σε λίγο στον μικρό και χαριτωμένο σιδηροδρομικό σταθμό της Κερπινής, στο 18ο χιλιόμετρο και 200 μέτρα από την αφετηρία του Οδοντωτού, μια διαδρομή που θα την ακολουθήσουμε αντίστροφα, διασχίζοντας την κοιλάδα αρχικά, έπειτα τους στενούς πόρους, την παραποτάμια διαδρομή και τέλος το φαράγγι του Βουραϊκού ποταμού.

Βρισκόμαστε σε υψόμετρο 700 μέτρων από τη θάλασσα. Η περιπέτεια αρχίζει από δω και θα κρατήσει, όσο να πατήσουμε τ’ ακρόγιαλα του Κορινθιακού. Στο μεταξύ η φύση θα ντυθεί με ένα σωρό αλλαξιές και θα μας υποδεχτεί πάνω, ακριβώς, στην καλή της ώρα. Γύρω μας απλώνεται το μεγάλο πλατό της κοιλάδας του Βουραϊκού. Η σιδηροδρομική γραμμή σφηνώνεται μέσα στα παραποτάμια βλάστηση που γιγαντώνεται εξ αιτίας των υδρόγειων παροχών.

Οι μικρές λευκές λιθόγλυπτες πινακίδες καταγράφουν την απόσταση ανά διακόσια μέτρα.

Σε ένα τέταρτο περίπου εισχωρούμε στην ολική απόλαυση του πλατανόδασου. Στα αριστερά μας υψώνονται οι γρανιτένιοι κρεμαστοί κήποι της Βούρας που έχουν χρώμα κανελόγκριζο. Είναι οι περίφημοι κρεμάμενοι πύργοι των κροκαλοπαγών πετρωμάτων. Σε άλλα πέντε λεπτά διακρίνουμε στην αρχή περίπου της λαγκαδιασμένης ζώνης, την πρώτη από τις αναρίθμητες και πανέμορφες, σιδερένιες γέφυρες της διαδρομής. Είναι καμπυλωτή, με τεράστια σιδερένια πριτσίνια και τάκους και δένεται από δύο λίθινους ντόκους.

Σε σαράντα λεπτά διακρίνουμε ψηλά, απάνω από έλατα, το πολυδύναμο κτίσμα του Μεγάλου Σπηλαίου. Φαίνεται ως μία κουκίδα κατάλευκη μέσα στο σμαραγδένιο δάσος των αείφυλλων.

Στα πενήντα λεπτά της ώρας και στα 14.600 μέτρα, από το Διακοφτό, τελειώνει το πλατανόρεμα και τη γραμμή διασχίζει ο δρόμος που οδηγεί στην Άνω Ζαχλωρού.

Από το σημείο αυτό αρχίζει να στενεύει η χαράδρα και να πλουταίνει η παραποτάμια φύση. Μια ιτιά καμαρωτή- η εύθραυστη ιτιά, όπως την αποκαλούν- ζώνει τις όχθες του ποταμού.

Στα 14.200 μέτρα, σε μία ακριβώς ώρα, συναντούμε τα πρώτα έλατα και ύστερα από διακόσια μέτρα ξαφνιαζόμαστε από την ύπαρξη ενός υπέροχου τοξωτού γεφυρώματος που βυθίζεται στον πάτο της χαράδρας.

Γι’ αυτό και είναι δυσδιάκριτο. Αιφνιδιάζομαι. Γιατί δεν εγνώριζα την ύπαρξή του, αλλά ούτε και είναι καταγεγραμμένο στα κιτάπια των γεφυρολόγων της Ελλάδας.

Συνεχίζοντας την απολαυστική μας πορεία στις εμπασιές της χαράδρας, στα 13.400 μέτρα και μην έχοντας καταλαγιάσει ακόμη η ωραία και απότομη εμφάνιση του μονότοξου γεφυριού, ένα άλλο γκρεμισμένο πέτρινο γεφύρι- ευκολότερα ορατό αυτό- εμφανίζεται λίγο κάτω από τη γραμμή. Έχει πέσει το μεγαλύτερο μέρος του κι έχει απομείνει μονάχα το ένα βάθρο και λίγο από το στηθαίο του. Το περίεργο είναι ότι από την άλλη μεριά της όχθης- που δεν είναι όχθη, αλλά κάθετος βράχος- δεν φαίνεται πέρασμα ή μονοπάτι ανόδου, καθώς η ορθοπλαγιά υψώνεται απότομα και κατακόρυφα πάνω από τη χαράδρα.

Στη μιάμιση ώρα από την Κερπινή και στα 13.200 μέτρα η κάθετη αυτή ορθοπλαγιά εμπλουτίζεται από καταπληκτικά νερένια σχέδια που αποτελούν μια ξεχωριστή και ιδιαίτερη φόρμα καλλιτεχνικών εντυπωμάτων, εδώ μέσα στο Βουραϊκό.

Σε πέντε λεπτά ακόμη- στα 12.600 μέτρα- φτάνουμε στη λαγγεμένη βλάστηση της Ζαχλωρούς και στο πλάτωμα του σταθμού. Η είσοδος σε αυτό το ξεχωριστό και παραδεισένιο τοπίο δυναμιτίζεται από την όμορφη παρουσία ενός εκπληκτικού σιδερένιου γεφυρώματος που παλιότερα σηματοδοτούσε το πέρασμα και την ένωση της Ζαχλωρούς με το Μέγα Σπήλαιο.

Οι δύο ταβέρνες δίπλα από τη γραμμή, τα πλατάνια, τα σφένταμα και οι ιτιές, τα μπαλκόνια που κρέμονται πάνω από τα πλατώματα, η νεραϊδένια καταρροή του ποταμού και τέλος ο σιδηροδρομικός σταθμός, με τη δίρριχτη στέγη του και τα βυζαντινού τύπου κεραμίδια συνθέτουν ένα πολυδύναμο κομβικό σημείο, το οποίο δεν εγκαταλείπεις εύκολα, για να συνεχίσεις τη διαδρομή σου.

Από τον κορμό ενός πλατανιού κρέμεται μια περίτεχνη βρυσούλα που στάζει το δροσερό νάμα των παρακείμενων πηγών.

Οι πινακίδες που έχει στήσει το Δασαρχείο της Πάτρας δίνουν ολοκληρωμένες πληροφορίες κι ενημερώνουν παραστατικά, με σχέδια και φωτογραφίες, σε δίγλωσση εκδοχή, τόσο για τη φύση του μοναδικού αυτού τοπίου, όσο και για τη διαδρομή της πεζοπορικής διαδρομής.

Αφήνουμε σαν αλλοπαρμένοι αυτό το υπέροχο αμάλγαμα από το ανάγλυφο της φύσης, της βλάστησης, των πετρωμάτων και της έλλογης ανθρώπινης επέμβασης, για να κατηφορίσουμε πια στο πιο εντυπωσιακό τμήμα της διάσχισης του Βουραϊκού.

Είναι το τμήμα που θα μας καθηλώσει ή, αν θέλετε, θα μας συναρπάσει από το γήινο κόσμο για να μας εκτινάξει στο ανυπέρβλητο και μεταφυσικό διάστημα

Οι έξι χαρακτηριστικές στάσεις που θα κάνουμε διασχίζοντας το ομορφότερο κομμάτι της διαδρομής, θα έχουν τα δικά τους στίγματα, τη δική τους, η καθεμία, δυναμική και ονοματοθεσία.

Οι Πόρτες, η Τρικλιά, ο Καταρράχτης, το Σιφόνι, τα Δικαστήρια και τα Νιάματα θα διαγράψουν μια καμπύλη στην ευθεία αποτίμηση του θαυμαστού και του υπερφυσικού κόσμου αυτής της υπέροχης ώρας του κοσμικού τοπίου.

Η ενότητα του τοπίου, μαζί με την οντότητα των εντυπώσεων, θα εξιτάρουν τα αισθήματα, για να απογειωθούμε ίσαμε τις επουράνιες σφαίρες του εκστατικού και του εκθεωμένου.

Σε μία ταπεινή πινακίδα, πριν εισχωρήσουμε σε αυτά τα μαγικά πλουμίδια που έχει εκπονήσει η φύση, διαβάζουμε τούτο το μικρό μεταφρασμένο απόσπασμα από μια σωκρατική ρήση:

«Πήγαινε να ιδείς ένα ακρωτήρι, ένα βουνό, μια θάλασσα κι ένα ποτάμι- και τα είδες όλα…»

Συνεχίζοντας τον κατήφορο φθάνουμε σε λίγο στη θέση του 12ου χιλιομέτρου όπου αρχίζει η «οδοντοστοιχία» της γραμμής, τα δόντια δηλαδή που υποβοηθούν την αναρρίχηση του συρμού. Λίγο πιο κάτω συναντάμε μια υπέροχη γέφυρα με πέτρινα βάθρα και σιδερένια ανωδομή. Περνώντας τη γέφυρα, αριστερά, είναι κτισμένο ένα «γκαλέτο», δηλαδή ένα μικρό σιδηροδρομικό κτίσμα, που στεγάζει πρόχειρα τους διερχόμενους  ή τους τεχνίτες και συντηρητές της γραμμής. Καμιά τριανταριά πρόσκοποι είναι εγκατεστημένοι εδώ, έχουν στρώσει τους υπνόσακους για διανυκτέρευση και χορεύουν και τραγουδούν. Σε λιγότερο από 500 μ. φθάνουμε στο σταθμό Τρίκλια.

Εδώ, σε ένα εκτεταμένο παραδεισένιο τοπίο, αναπτύσσεται μια όμορφη δασωμένη κοιλάδα με τη γραμμή να διασχίζει το μεσιανό στρώμα των πλατανόφυλλων. Σε μια γωνιά πίσω από το σταθμό υψώνεται ένα μάγμα ραδιολαριτών, ενός πετρώματος μελανού, με εξογκώματα.

Στα 10.600 μ. πέφτουμε στις Πόρτες.

Λέγονται δε έτσι, γιατί μοιάζουν με πόρτες εισόδου και εξόδου από το στενό φαράγγι που σε αυτό το σημείο στενεύει τόσο πολύ, που οι τεχνικοί αναγκάστηκαν να διανοίξουν σήραγγα για να περάσει το τρένο και η γραμμή. Εδώ βρισκόμαστε στο πιο άγριο τοπίο του Βουραϊκού κι η αποθέωση της λιθανάγλυφης πλάκας φτάνει στο αποκορύφωμά της. Διατηρείται δε και η παλιά διάνοιξη με τη στενωπό της σιδερένιας γέφυρας, από όπου μπορούμε να αντικρίσουμε σαν με στόμιο σωλήνα το μήκος του φαραγγιού που δεν ξεπερνάει τα τέσσερα μέτρα. Το φαράγγι μοιάζει με ένα τεράστιο στρουφιχτό φίδι που περιδινίζεται στην αγκαλιά της φύσης.

Περνάμε με προσοχή πάνω από τη γραμμή ενώ από κάτω αφρίζει το ποτάμι. Η διαδρομή από εδώ και κάτω γίνεται ολωσδιόλου εξωπραγματική. Το φαράγγι ελίσσεται μεσ’ από τις σάρες των πανύψηλων πετρωμάτων που ορθώνονται σαν εντυπωσιακοί γίγαντες αφήνοντας ένα ελάχιστο για να αναπνεύσει ο κάθε τρυποφράχτης των βουνών. Το ποτάμι βουίζει, σε πνίγει η κλεισούρα και γι’ αυτό οι κατασκευές που η μία ακολουθεί την άλλη είναι πολλές, αλλεπάλληλες και διαφορετικές. Το τμήμα που ονομάζεται «Σιφόνι» διαδέχεται ο «Καταρράχτης», όταν δε φτάσουμε στην επόμενη σιδερένια γέφυρα, θα’ να σα να κρεμόμαστε πάνω από το νήμα των νερών που δημιουργούν ένα πανδαιμόνιο βουητών και σαρωτικών ελιγμών.

Οι καταβόθρες, τα βαθουλώματα, οι σχισμές, τα στριφτάρια κι η απεγνωσμένη λειτουργία του νερού να βρει διέξοδο από μια τέτοια στένωση γίνονται αντικείμενο απόλυτης παρατήρησης και θαυμασμού από το ύψος της γέφυρας που τα κάνει όλα να φαίνονται σαν σε κάτοπτρο, μέσα από τον αισθητήρα ενός μεγεθυντικού φακού.

Είμαστε στο 8π χιλιόμετρο και η κάθοδος παίρνει εξωκοσμικές διαστάσεις. Όταν ανοίγει κάπως το τοπίο, αλλά η αριστερή πλευρά του φαραγγιού εξακολουθεί να ορθώνεται σαν μαχαίρι, θα είναι αναγκαία η χάραξη και εκβάθυνση των βράχων και η κατασκευή τομής στα σπλάχνα του βουνού με παράλληλο υποστέγασμα για τη δίοδο της γραμμής. Εκεί είναι που από την απέναντι μεριά της ορθοπλαγιάς θα φανεί η περίεργη βαθουλωτή αίθουσα των «Δικαστηρίων», στη βάση της οποίας, δίκην δικαστών, ορθώνονται πέντε συστάδες σταλαγμιτών.

Μαγεμένοι από την ομορφιά, την πρωτοτυπία και την αρχιτεκτονική του τοπίου συνεχίζουμε τον κατήφορο ωσότου φθάσουμε στο 5ο χιλιόμετρο, όπου βρίσκεται ο σταθμός των Νιαμάτων. Από εδώ η κοιλάδα του Βουραϊκού ανοίγει, πέφτει όμως αργά –αργά και το σκοτάδι, αφού έχουμε όλη μέρα που περπατάμε και καθυστερούμε αποθαυμάζοντας αυτή την έξοχη κι ονειρεμένη διαδρομή. Όλες οι μάταιες έγνοιες έχουμε συντριφτεί και το μόνο που μένει ζωντανό είναι η ζεστή ανάσα των βράχων, η απέριττη μοναξιά και ο σφυγμός του νερού που αντιβουΐζει τόσο έξω όσο και μέσα μας, ως μια ασύνορη διάσταση του «κόσμου». Έχουμε άλλα πέντε χιλιόμετρα για το Διακοφτό που θα διανυθούν σε μιάμιση ώρα, κάτω από το χλιαρό φέγγος της σελήνης που ωστόσο είναι κρυμμένη πίσω από τις κουρτίνες των σύννεφων. Πατούμε με σιγουριά και ασφάλεια στις τραβέρσες της γραμμής, ανά μισό μέτρο και προωθούμαστε, χαιρόμαστε όμως γι’ αυτό περισσότερο και από το εάν θα είχαμε σύμμαχο το φως της μέρας. Η νύχτα παίρνει και δίνει το δικό της «χρώμα» και ντύνει τις θολές υποψίες των βράχων με μια ιδιότυπη σαγήνη κι ένα μυστήριο κι αλλιώτικο «φως» που ομορφαίνει τα πράγματα, όσο και αν αυτά γίνονται ανυποψίαστα αλλά και ακαθόριστο.

Βαδίζοντας πια σε μεγάλες ευθείες, δίχως ανακατατάξεις στο έδαφος και τη γραμμή, θα φτάσουμε, περνώντας κάτω από τον νέο Εθνικό δρόμο, γύρω στις εννιά, στο σταθμό του Διακοφτού, όπως είναι αραγμένοι οι συρμοί του οδοντωτού δίπλα από την πολύβουη πλατεία, περιμένοντας το άλλο πρωί να ξεκινήσουν το οδοντωτό τους δρομολόγιο, σφηνωμένοι μέσα στα ανυπέρβλητα εκείνα βράχια του Βουραϊκού, γι’ άλλη μια φορά, σε αυτό το υπερκατόχρονο «ταξίδι» τους…

Για τους «Νέους Καιρούς εν Αιγίω» 

Κυριάκος Παπαγεωργίου 

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΝΟΡΑΜΑ ΤΕΥΧΟΣ 102 

Φωτογραφίες Α. ΚΑΝΝΑΣ:

1)    Ο παλιός συρμός στο Σταθμό του Διακοφτού.

2)    Η Μονή Μεγάλου Σπηλαίου

3)    Σιδηροδρομική γραμμή

4)    Μεταλλικό γεφύρι στον Βουραϊκό, ένα από τα έντεκα συνολικά

5)    Το πέτρινο τοξωτό γεφύρι του Βουραϊκού

6)    Η οδόντωση του Βουραϊκού

7)    Οι σπηλιές

ΚΕΙΜΕΝΟ-ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Κυριάκος Παπαγεωργίου

Λίγα λόγια για το συντάκτη του άρθρου

Author: Νέοι Καιροί εν Αιγίω Email:[email protected]

Προηγούμενο άρθροΑναζητώντας και αναδεικνύοντας την αρχαία Ελίκη
Επόμενο άρθροΑίσθηση από την παρουσία των «Οινοξενείων στο «Οινόραμα 2017»