Συντάχθηκε από Νέοι Καιροί εν Αιγίω
Ένα οδοιπορικό στις περιοχές της Πόλης με αναφορά στην ιστορία της κάθε μίας ξεχωριστά
Μέγα Ρεύμα
Το Μέγα Ρεύμα (σημερινή ονομασία Arnavutköy, Aρναβούτκιοϊ, δηλαδή Αρβανιτοχώρι) ήταν χωριό και σημερινό προάστιο της Κωνσταντινούπολης στο Βόσπορο.
Είναι ένα από τα ομορφότερα και πλέον καλοδιατηρημένα χωριά της ευρωπαϊκής όχθης του Βοσπόρου. Έχει ρίζες στην αρχαιότητα και στην περίοδο της ακμής του ήταν το μεγαλύτερο ελληνικό χωριό του Βοσπόρου, με περισσότερους από 6.000 Έλληνες.
Το χωριό στην αρχαιότητα, σύμφωνα με μαρτυρία του ιστορικού Πολύβιου, ονομαζόταν «Εστίαι». Κατά τον ιστορικό Σωζόμενο, ο οποίος έζησε το πρώτο ήμισυ του 5ου μ.Χ. αιώνα, οι πρώην «Εστίαι» επί των ημερών του ονομάζονται «Μιχαήλιον». Αναφέρεται επίσης το όνομα «Ανάπλους». Ο Γάλλος βοτανολόγος και περιηγητής Pierre de Gylle αναφέρει σε σύγγραμμά του (1553) ότι το Μιχαήλιον ονομάζεται από τους Γραικούς «Ασωμάτων», από τον περίφημο ναό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, αλλά ήδη και «Μέγα Ρεύμα». Πολύ πριν την Άλωση, πολλοί συγγραφείς αναφέρονται στην «Ασωμάτων κώμη», «χώρα των Ασωμάτων» και «Ασώματο». Μετά την Άλωση, ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής εποίκησε τη ρημαγμένη περιοχή με Αλβανούς από την Ήπειρο, εξού και η τουρκική ονομασία Arnavutköy, Αρβανιτοχώρι. Οι Αρβανίτες αυτοί ήταν ελληνορθόδοξοι και αφομοιώθηκαν από τη ρωμαίικη κοινότητα, καθώς αναμείχθηκαν αργότερα και με Έλληνες από τα νησιά του Αιγαίου και την Ανατολική Θράκη. Η ονομασία Μέγα Ρεύμα επικράτησε από τα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνα.
Όπως δηλώνει το όνομα του χωριού, το ρεύμα του Βοσπόρου, που κατεβαίνει από τον Εύξεινο Πόντο στη Μεσόγειο, αναπτύσσει εντυπωσιακή ταχύτητα. Στα παράλια του Βοσπόρου υπάρχουν εκπληκτικής τέχνης παραθεριστικές κατοικίες αριστοκρατών (τα λεγόμενα γυαλί). Στο κέντρο του προαστίου υπάρχει η ελληνορθόδοξη εκκλησία των Ταξιαρχών, η μεγαλύτερη του Βοσπόρου, η οποία μαρτυρεί και το μέγεθος και τον αλλοτινό πλούτο της τοπικής ρωμαίικης κοινότητας. Στο Μέγα Ρεύμα οι ντόπιοι ασχολούνταν κυρίως με την αμπελουργία και την αλιεία. Εκεί παραθέριζαν επιφανείς Φαναριώτες και ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας: οι Υψηλάντηδες, οι Μουσούροι, οι Μαυροκορδάτοι, οι Καραθεοδωρήδες, οι Σούτσοι. Ο Νικόλαος Σκουφάς απεβίωσε στο Μέγα Ρεύμα και ετάφη στο ναό των Ταξιαρχών το 1819. Μετά την Ελληνική Επανάσταση οι Φαναριώτες αποδεκατίζονται και εγκαθίστανται στο χωριό μουσουλμάνοι.
Σήμερα οι κάτοικοι του Μεγάλου Ρεύματος είναι κυρίως εύποροι αστοί, οι οποίοι κατοικούν στα παλιά παραλιακά ξύλινα αρχοντικά. Η παραλιακή λεωφόρος είναι γεμάτη καλόγουστες, δυτικού ύφους, καφετέριες και εστιατόρια και παρουσιάζει ιδιαίτερη κίνηση.
Tσιχαγγίρι
Στο κέντρο της πόλης αποτελούσε ίσως την πιο πολυπληθή περιοχή από άποψης συγκέντρωσης ελληνορθόδοξου πληθυσμού. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια μικρή αλλά σταθερή αύξηση πληθυσμού.
To Τσιχαγγίρι αποτελεί το παλαιό Κολωνάκι της Κωνσταντινούπολης το οποίο εκτείνεται από την αρχή της οδού Σιρασέλβιλερ και πιάνει όλη την περιοχή μέχρι το Καμπατάσι και την περιοχή του Γαλατά. Με ένα αρκετά μπερδεμένο σχέδιο πόλης αλλά αρκετά αρχοντικά και ακόμη μικρή παρουσία Ελλήνων Ρωμιών είναι μετά το Ταρλαμπάσι η πιο μεγάλη παραδοσιακή περιοχή στο κέντρο -και μάλιστα υπάρχουν αρκετά σχέδια για τις μελλοντικές αναπλάσεις της ευρύτερης περιοχής.
Από τα μέσα του 19ου αιώνα άρχισε η κατασκευή σπιτιών και αρχοντικών τα οποία θα στέγαζαν τα μεσοαστικά και υψηλά στρώματα των μειονοτικών πληθυσμών της Κων/πολης της εποχής εκείνης. Το χάνι του Τσιχαγγίρ αποτελεί ενα απτό δείγμα αρχιτεκτονικής της περιόδου εκείνης αλλά και τα πάνω απο 8.000 αρχοντικά σπίτια μαρτυρούν την μεγαλοπρέπεια της περιοχής..Το Τσιχαγκίρ επι Βυζαντινής περιόδου βρισκόταν ανοιχτά από την περιοχή του Πέρα το οποίο αποτελούσε το βόρειο οχυρό της Κωνσταντινούπολης. Στην συνέχεια με την επάνοδο των Οθωμανών η περιοχή αποτέλεσε κυνηγότοπο. Ο αρχιτέκτονας Σινάν κατασκεύασε ένα τέμενος στην περιοχή και το όνομα της το πήρε από αυτό το τζαμί. Μετά από την Ανεξαρτησία του 1923, άρχισε να αναπτύσσεται η περιοχή και παράλληλα κομψά κτήρια βάλθηκαν να στεγάσουν κυρίως τους μη μουσουλμάνους κατοίκους της ευρωπαϊκής πλευράς της Πόλης. Με την πάροδο των ετών άρχισε η απότομη εισροή μεταναστών από την Ανατολία και παράλληλα με το άνοιγμα κέντρων διασκεδάσεως και πορνείων έγινε ένα από τα πιο πολυσύχναστα μέρη της πόλης.
Γαλατάς
Ο Γαλατάς αποτέλεσε μια από τις βασικές συνοικίες εξάπλωσης της Κων/πολης κατά την Οθωμανική περίοδο. Αρχικά αποτέλεσε το διατραπεζικό κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στη συνέχεια μια απο τις πιο δυναμικές εμπορικές περιοχές.
Σήμερα αν και έχει τουριστικοποιηθεί συνεχίζει και είναι γραφικός όπως τότε.
Το αρχικό όνομά της περιοχής ήταν Συκιαί ενώ επίσης αποκαλούνταν Πέραν εν Συκιαί από όπου προήλθε και η ευρύτερη ονομασία Πέραν.
Περίπου από το 425 αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα της Κωνσταντινούπολης, διαθέτοντας θέατρο και δημόσια λουτρά, ενώ το 528 οι Συκιαί μετονομάστηκαν σε Ιουστινιανούπολη.
Αν και ο Γαλατάς δημιουργήθηκε με προνόμια που απέσπασαν οι Γενοβέζοι από τους Ρωμαίους σε κρίσιμες γι’ αυτούς ώρες και στα τείχη του ήταν ανηρτημένα τα σύμβολα του Ρωμαϊκού βασιλείου, ωστόσο κατά την οθωμανική πολιορκία του 1453 έμεινε ουδέτερος και δεν βοήθησε στην άμυνα της Κωνσταντινούπολης.
Μετά την άλωση της Πόλης ο Μωάμεθ ο Πορθητής μετέτρεψε το Γαλατά σε τόπο κατοικίας Ελλήνων και Εβραίων. Το φράγκικο στοιχείο εξασθένησε, εντούτοις, δεν αντικαταστάθηκε ευρέως από μουσουλμανικούς πληθυσμούς γινόμενος έτσι μία αστική περιοχή κατοικούμενη από τις δύο μειονότητες.
Ο Γαλατάς υπήρξε ενεργό επιχειρησιακό κέντρο από την ίδρυσή του αλλά η χρυσή περίοδός του ανάγεται στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Οι εθνικές μειονότητες κέρδισαν νέα δικαιώματα με τις πολιτικές μεταρρυθμίσεις του Σουλτάνου Αβδούλ Μετζίτ το 1839. Αυτό δημιούργησε γρήγορα άνθηση στη χρηματιστική δράση των κατοίκων.Το 1860 γκρεμίστηκαν τα γενοβέζικα τείχη και ο Γαλατάς διευρύνθηκε αναδεικνυόμενος ως Μεγάλη Οδός του Πέραν σε αριστοκρατική συνοικία.
Εγκαταστάθηκαν εκεί οι ξένες πρεσβείες και χτίστηκαν καινούργιες εκκλησίες, ορθόδοξες, ρωμαιοκαθολικές και αρμενικές. Ακολούθησε η θεμελίωση πολυτελών κατοικιών από ομογενείς, εμπορικών κέντρων και θεάτρων.Σύντομα τα προβλήματα υποδομής της νέας περιοχής λύθηκαν. Οι οδοί λιθοστρώθηκαν, τα συστήματα λυμάτων διευρύνθηκαν, δημιουργήθηκαν δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας, ύδρευσης και φυσικού αερίου ενώ το ιπποκίνητο τραμ χρησιμοποιήθηκε για τη δημόσια μεταφορά. Στο Γαλατά δημιουργήθηκε και υπόγειο μετρό, το τρίτο παλαιότερο του κόσμου. Επίσης ιδρύθηκαν σχολεία αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά και ελληνικά στα οποία φοιτούσαν και γόνοι μουσουλμανικών οικογενειών.
Η εμπορική κυριαρχία της περιοχής άνηκε στους Ρωμιούς ενώ υπήρχε και δραστηριότητα Εβραίων και Γάλλων. Η κατάσταση παρέμεινε η ίδια και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή με το ελληνικό στοιχείο να αναπτύσσεται έχοντας υπό τον έλεγχό του το εμπόριο της Πόλης. Το τέλος της ελληνικής παρουσίας στο Γαλατά και το ευρύτερο Πέραν ήρθε με τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου του 1955. Τότε καταστράφηκαν σχεδόν ολοσχερώς τα ελληνικά καταστήματα και διαπράχθηκαν αποτρόπαιες βιαιοπραγίες κατά των ομογενών. Η οργανωμένη βία οδήγησε στο πρώτο κύμα φυγής των Ρωμιών από την Πόλη ακολουθούμενο από την εγκατάσταση στην περιοχή Τούρκων και την παράλληλη ανάληψη του εμπορίου από αυτούς.Σήμερα ο Γαλατάς είναι κεντρική τουριστική και εμπορική περιοχή της Κωνσταντινούπολης με μεγάλο αριθμό καταστημάτων και κέντρων διασκέδασης. Ο Γαλατάς συνδέεται με την άλλη πλευρά του Κερατίου μέσω της περίφημης γέφυράς του. Η σημερινή Γέφυρα του Γαλατά είναι η πέμπτη που κατασκευάστηκε από το 1453. Οικοδομήθηκε το 1992 σε αντικατάσταση της προηγούμενης κατασκευής του 1912. Ο Πύργος του Γαλατά διασώζεται και αποτελεί κύριο αξιοθέατο της περιοχής. Είναι δωδεκαόροφος και έχει ύψος 61 μέτρων. Οι Γενοβέζοι του είχαν δώσει την ονομασία Πύργος του Ιησού. Στα πρώτα χρόνια της οθωμανικής κατάκτησης χρησιμοποιούνταν ως φυλακή.
Κουζγκουντζούκι
Επίσης κέντρο του Ελληνισμού της Ανατολικής ακτής της Πόλης. Παλιό ψαραδικό χωριό τα τελευταία χρόνια φαίνεται να αναβιώνει την παλιά του αίγλη .
Σήμερα αποτελεί μια απο τις πιο ανερχόμενες περιοχές οικιστικά και τουριστικά στην ευρύτερη περιοχή. Το πιο ειδυλλιακό προάστιο της ασιατικής όχθης του Βοσπόρου είναι το Κουζγκουντζούκι, συνονθύλευμα από ξύλινα σπίτια, εκκλησίες, συναγωγές και πολύ πράσινο.
Από την παραλία του, η θέα της ευρωπαϊκής ακτής σαγηνεύει. Ο Ελληνικός πληθυσμός της περιοχής άρχισε να φεύγει κυρίως μετά απο τις απελάσεις του 1964. Σαν περιοχή δεν είχε ιδιαίτερα μεγάλες ζημιές όπως το Τσεγκέλκιοϊ απο το Πογκρόμ του 1955. Τα τελευταία χρόνια η περιοχή αποτελεί καινούριο πόλο έλξης τουριστών στην ανατολική ακτή και διαθέτει κατα αναλογία ίσως το πιο πολύ πράσινο σε σχέση με άλλες περιοχές της Πόλης.Σήμερα η Ελληνική (και η Αρμενική) παρουσία στην περιοχή είναι πλέον μηδαμινή μα μνημεία όπως η γραφική εκκλησία του Αγ. Παντελεήμονα καθώς και τα γραφικά στενά γύρω απο την εκκλησία, η οποία συνυπάρχει μαζί με το τζαμί και την τοπική συναγωγή δημιουργεί όμορφες εικόνες στον επισκέπτη. Η περιοχή αποτελεί αγαπημένο σκηνικό για γυρίσματα σίριαλ και ταινιών της εγχώριας τηλεοπτικής/κινηματογραφικής βιομηχανίας.Πρόσφατα τελέστηκαν ξανά τα Θεοφάνεια, ο Καθαγιασμός των υδάτων με μεγάλη επιτυχία.Εκκλησιαστικά η περιοχή υπάγεται στην Μητρόπολη Χαλκηδόνας που έχει την έδρα της στο Kadıköy.
Υψωμαθεία
Μια άπω τις πιο παλιές λαϊκές περιοχές στην ευρωπαϊκή όχθη του Βοσπόρου με διάσπαρτες αρκετές γραφικές μικρές εκκλησίες και σήμερα μια έντονη ανάπτυξη με πολλά ταβερνάκια και γραφικές γωνίες. Φιλοξενούσε κάποτε μεγάλο αριθμό Ελληνικού πληθυσμού. Μια γειτονιά της Πόλης, που βρέχεται από τη Θάλασσα του Μαρμαρά, γνωστή στα Βυζαντινά χρόνια ως το Θείον Ύψωμα.
Ψωμαθειά για τους Ρωμιούς από την Οθωμανική εποχή μέχρι και σήμερα, Σαμάτυα για τους Τούρκους. Στα Ψωμαθειά ανάμεσα σε άλλες γνωστές προσωπικότητες γεννήθηκε η Λωξάντρα (η γιαγιά και ηρωίδα του βιβλίου της Μ. Ιορδανίδου) και ο πατέρας του ποιητή Κωνσταντίνου Καβάφη. Στις μέρες μας βέβαια, το σύνολο σχεδόν των Αρμενίων και Ρωμιών κατοίκων τους έχει εκλείψει. Η αίσθηση της εγκατάλειψης είναι έντονη, σε τέτοιο βαθμό που ασκεί μια ιδιαίτερη γοητεία στον περιπατητή.Στην περιοχή υπήρχε έντονη Ομογενειακή παρουσία μέχρι και τις αρχές τις δεκαετίας του ’60 οπότε και παρατηρήθηκε μεγάλη μετανάστευση προς το εξωτερικό αλλά και σε άλλες συνοικίες όπου υπήρχε ελληνικό στοιχείο.
Θεραπειά
Eνα απο τα πιο γραφικά μέρη στον Βόσπορο και απο τα πιο παλιά χωριά του Ελληνισμού της Πόλης τα Θεραπειά σήμερα αποτελούν ενα απο τα πιο πλούσια προάστια με πολλές ελληνικές γωνιές και αναμνήσεις απο τις τελευταίες δεκαετίες στα πολλά αρχοντικά σπίτια και σοκάκια.Τα Θεραπειά βρίσκονται στην ευρωπαϊκή ακτή του Άνω Βοσπόρου. Το 17ο αιώνα αναφέρονται ως ρωμαίικο χωριό. Από το 1655 το χωριό γίνεται έδρα της μητρόπολης Δέρκων και μετατρέπεται σε έναν από τους πιο σημαντικούς οικισμούς του Βοσπόρου.
Αργότερα τα Θεραπειά έγιναν θέρετρο της ρωμαίικης ευκατάστατης τάξης της Κωνσταντινούπολης, όπως και των εύπορων Ευρωπαίων της πόλης, και ήταν γνωστά ως «θερινό Φανάρι». Η ορθόδοξη κοινότητα άρχισε να παρακμάζει δημογραφικά τόσο λόγω της μετακίνησης προς πιο κεντρικές κοινότητες της πόλης όσο και λόγω των αντιμειονοτικών μέτρων που υιοθετήθηκαν στο πλαίσιο όξυνσης των διμερών σχέσεων Ελλάδας και Τουρκίας.Στα Θεραπειά βρίσκεται το Χουμπέρ Κιοσκ, γιαλί του 19ου αιώνα το οποίο τώρα ανήκει στην Προεδρία της Δημοκρατίας και φιλοξενεί τον εκάστοτε Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Τα Θεραπειά είναι η έδρα της μητρόπολης των Δερκών. Εδώ βρίσκεται η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής την οποία έκτισε το 1860 η χήρα του τελευταίου της οικογένειας των Μαυρογένηδων η οποία είναι πολύ εντυπωσιακή.
Άγιος Στέφανος
Ο Άγιος Στέφανος (Ayastefanos μέχρι το 1926, σήμερα Yeşilköy) είναι τοποθεσία στα ΝΔ της Κωνσταντινούπολης.
Παλαιότερα ήταν παραθαλάσσιος οικισμός και θέρετρο, ιδίως για τους Έλληνες της Πόλης. Σήμερα, με τη ραγδαία αύξηση του πληθυσμού έχει ενωθεί με το ευρύτερο πολεοδομικό συγκρότημα της Πόλης και αποτελεί προάστιό της. Εκεί βρίσκεται και το Διεθνές Αεροδρόμιο Ατατούρκ της Κωνσταντινούπολης.
Κατά το θρύλο, το χωριό πήρε το όνομά του όταν πλοίο που μετέφερε τα οστά του πρωτομάρτυρα Αγίου Στεφάνου από την Κωνσταντινούπολη στη Ρώμη έπεσε σε καταιγίδα και σταμάτησε εκεί. Τα οστά μεταφέρθηκαν σε εκκλησία, που πήρε το όνομά του, και από αυτήν ολόκληρο το χωριό.
Στην παραλία του Αγίου Στεφάνου αποβιβάστηκαν το 1203 οι Σταυροφόροι της Δ΄ Σταυροφορίας, οι οποίοι την επόμενη χρονιά κατέλαβαν την Πόλη. Εκεί υπογράφτηκε και η Συνθήκη του 1878 μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, γνωστή ως Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου.
Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, ο Άγιος Στέφανος είχε εξελιχθεί σε σπουδαίο θέρετρο και τόπος κυνηγιού για τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις της Πόλης. Τα περισσότερα σπίτια του χωριού ανήκαν σε Έλληνες και Αρμένιους. Ελληνικές και Αρμένικες εκκλησίες υπάρχουν μέχρι και σήμερα.
Το 1926 ψηφίστηκε Νόμος που υποχρέωνε την αλλαγή των μη τουρκικών τοπωνυμίων. Στα πλαίσια του νόμου αυτού, ο Άγιος Στέφανος μετονομάστηκε σε Yeşilköy («πράσινο χωριό» στα τουρκικά), μετά από πρόταση του συγγραφέα Halit Ziya Uşakligil, ο οποίος ζούσε εκεί.
Διπλοκιόνιο
Το Διπλοκιόνιο ή αλλιώς Μπεσίκτας (Beşiktaş), ονομάζεται περιοχή της ευρωπαϊκής πλευράς της Κωνσταντινούπολης, δίπλα στον Βόσπορο.
Η περιοχή αποτελεί φυσικό καταφύγιο πλοίων, καθώς προστατεύει σχετικά από τους βορειοανατολικούς ανέμους της περιοχής. Έτσι, χρησιμοποιήθηκε ως ορμητήριο πλοίων ήδη από τους ελληνικούς και βυζαντινούς χρόνους. Η ονομασία διπλοκιόνιον παραπέμπει στους κίονες ελλιμενισμού πλοίων που βρίσκονταν εκεί.
Στους χρόνους των ελληνικών αποικιών βρισκόταν κοντά στην αποικία του Βυζαντίου, ενώ στην περιοχή βρίσκονταν και άλλοι, απομονωμένοι μεταξύ τους, οικισμοί. Κατά τους βυζαντινούς χρόνους βρισκόταν εκτός των τειχών, βορείως της Πόλης, και ήταν έτσι εκτεθειμένο σε επιδρομείς από τη Μαύρη Θάλασσα. Παρά ταύτα, είχαν χτιστεί εκεί πολλές εκκλησίες, μοναστήρι, καθώς και το θερινό ανάκτορο του Αγίου Μάμα. Κατά την οθωμανική περίοδο, ο στόλος αγκυροβολούσε στην περιοχή και έλεγχε τη Μαύρη Θάλασσα, οπότε και οι επιδρομές σταμάτησαν. Ο ίδιος ο φοβερός Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα είχε κτίσει εκεί το παλάτι του και ένα τζαμί.
Η περιοχή εξελίχθηκε σε θέρετρο των Οθωμανών ηγεμόνων, οι οποίοι έκτισαν εκεί κυνηγετικά περίπτερα, που εξελίχθηκαν σε παραθεριστικές κατοικίες και θερινά ανάκτορα. Στο Παλάτι Ντολμάμπαχτσε εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα της εκθρόνισης του Σουλτάνου Αμπντούλ Αζίζ το 1876, η ανακήρυξη ίδρυσης Οθωμανικού Κοινοβουλίου το 1908 και η εκθρόνιση του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ το 1909.
Το σημερινό όνομα της περιοχής, Μπεσίκτας, μεταφράζεται «Κουνόπετρα». Αναφέρεται ότι υπήρχε στην περιοχή η εκκλησία της Κουνόπετρας, η οποία είχε ονομαστεί έτσι καθώς λέγεται ότι φύλασσε ως κειμήλιο το ανάκλιντρο του Χριστού στη φάτνη όπου γεννήθηκε. Το κειμήλιο αυτό αργότερα μεταφέρθηκε στην Αγία Σοφία και χάθηκε στην Άλωση της Πόλης από τους Σταυροφόρους της Δ΄ Σταυροφορίας το 1204.
Η σημερινή περιοχή Μπεσίκτας είναι δήμος του Μητροπολιτικού συγκροτήματος της Κωνσταντινούπολης με 190.000 κατοίκους. Περιλαμβάνει μερικά από τα πιο ζωντανά σημεία της Πόλης, όπως το Μέγα Ρεύμα (Aρναβούτκιοϊ, Arnavutköy), το Χηλές (Bebek), το Λεβέντ (Levent), το Ετίλερ (Etiler), το Ορτάκιοϊ (Ortaköy), το Ασίαν (Aşiyan), το Γιλντίζ (Yıldız) κλπ. Έχει έντονη νυχτερινή ζωή, ενώ στο γήπεδο «Ινονού» έχει την έδρα της ο ιστορικός ποδοσφαιρικός σύλλογος της Πόλης «Μπεσίκτας».
Ντολάπντερε
Δίπλα από τα Τατάβλα το Ντολάπντερε ανέκαθεν υπήρξε μια από τις πιο λαϊκές περιοχές στην Πόλη και εδώ κατοικούσαν τα πιο λαϊκά στρώματα της Ελληνικής -αλλά και της Αρμενικής κοινότητας.
Oı Πρόποδες των Ταταούλων αποτέλεσαν μια από τις πιο λαϊκές περιοχές της Κων/πολης ειδικά τις δεκαετίες του 30 και του ’40.
Μέχρι και τον Σεπτέμβρη του ’55 υπήρχαν αρκετές ελληνικές οικογένειες καθώς και δημοτικό σχολείο το οποίο βρίσκεται από την Παναγία την Ευαγγελίστρια, μια από τις πιο επιβλητικές εκκλησίες που υπάρχουν σήμερα στην περιοχή. Στην περιοχή υπήρχαν πολλοί Ομογενείς με Ελληνικά διαβατήρια οι οποίοι απελάθηκαν το 1964. Η Ελληνική κοινότητα άρχισε να φθίνει και την δεκαετία του ’80 το Ελληνικό σχολείο σταμάτησε να λειτουργεί και σήμερα πλέον φιλοξενεί τους λιγοστούς ενορίτες της περιοχής.Το Ντολάπντερε με το πέρασμα των χρόνων απέκτησε αρκετά έντονο Τσιγγάνικο (Ρωμά) στοιχείο καθώς και Κουρδόφωνο πληθυσμό.
Σήμερα στην περιοχή -μετά από το Ταρλάμπασι υπάρχουν αρκετά σπίτια στα οποία δεν έχει υπάρξει νομική λύση λόγω της απουσίας των νόμιμων ιδιοκτητών τους, και έτσι σε πολλές από τις ελληνικές περιουσίες της περιοχής υπάρχει το φαινόμενο της κτήσης περιουσίας (Χρησικτησία)
Χαλκηδόνα
Η Χαλκηδόνα (Χαλκηδών), σημερινό Καντίκιοϊ, ήταν αρχαία παραθαλάσσια πόλη της Βιθυνίας, στη Μικρά Ασία, δεξιά του εισερχομένου στο Βόσπορο από την Προποντίδα, σχεδόν απέναντι από την πόλη του Βυζαντίου.
Κτίστηκε το 675 π.Χ. ως αποικία των Μεγαρέων, 18 χρόνια πριν κτιστεί το Βυζάντιο και αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα λόγω του πανελλαδικά φημισμένου εκεί Μαντείου του Απόλλωνα. Κατακτήθηκε από τους Πέρσες επί Δαρείου και έπαιξε σημαντικό ρόλο στον μετέπειτα Πελοποννησιακό πόλεμο, οπότε η πόλη ταλαντεύτηκε πολλές φορές μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης στις συμμαχίες που σημάδεψαν την αρχαία Ελλάδα, για να περιέλθει τελικά σε παρακμή όταν μετά την ίδρυση της Νικομήδειας και τον θάνατο του Βασιλέως της Νικομήδη το 74 π.Χ.κατελήφθη από τους Ρωμαίους, από τους οποίους την απέσπασε για λίγο καιρό ο Μιθριδάτης. Το 133 π.Χ. έγινε μέρος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τον Άτταλο Γ΄ της Περγάμου. Επί Αυτοκράτορα Διοκλητιανού στη πόλη αυτή μαρτύρησε η Αγία Ευφημία. Μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού η Χαλκηδόνα υπέστη πολλές επιδρομές εκ μέρους των βαρβάρων. Το 616 καταλήφθηκε από τους Πέρσες και το 667 από τους Άραβες. Το 451 έγινε στην πόλη η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος, η μέχρι σήμερα λεγόμενη «Οικουμενική Σύνοδος της Χαλκηδόνας» και το 507 τοπική σύνοδος. Υπέστη αλλεπάλληλες επιθέσεις βαρβάρων μέχρι την κατάκτησή της από τους Οθωμανούς Τούρκους.
Σήμερα η περιοχή της παλιάς Χαλκηδόνας ονομάζεται Καντίκιοϊ (τουρκ. Kadıköy) και είναι ακριβό προάστιο της Κωνσταντινούπολης με σιδηροδρομικό σταθμό. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο διατηρεί μέχρι σήμερα τη Μητρόπολη Χαλκηδόνος. Από την αρχαία ιστορία της πόλεως τίποτα δεν υφίσταται, εκτός από τμήμα παραλιακού τείχους και κάποιοι τάφοι που βρέθηκαν σε ανασκαφές οικοδομών και κατά την διάνοιξη της σιδηροδρομικής γραμμής.
Μόδι
Νότια από τη Χαλκηδόνα μια απο τις πιο παλιές περιοχές στην Ανατολική ακτή. Υπήρξε μια απο τις πιο πλούσιες ελληνικές κοινότητες στην Ασιατική πλευρά του Βοσπόρου και σήμερα μαζί με τη Χαλκηδόνα συγκεντρώνει τον μεγαλύτερο Ομογενειακό πληθυσμό στην ευρύτερη περιοχή.Το Μόδι αποτέλεσε μια από τις πιο σημαντικές περιοχές στην ασιατική ακτή της Πόλης προσελκύοντας κυρίως τους εύπορους αστούς της περιοχής του Πέραν οι οποίοι το μετοίκησαν κυρίως μετά το 1922.Τα μεταγενέστερα χρόνια λειτούργησε δημοτικό σχολείο και η κοινότητα της περιοχής ήταν επίσης δραστήρια σε φιλανθρωπικές δραστηριότητες και δράσεις που εξήραν το ήθος των κατοίκων.
Τα γεγονότα του 1955 καθώς και οι απελάσεις του 1964 βοήθησαν στην συρρίκνωση καθώς και στην εσωτερική μετακίνηση των Ρωμιών της περιοχής σε άλλες πιο ‘ασφαλείς’ περιοχές καθώς και στο εξωτερικό. Με την πάροδο των ετών το Μόδι άρχισε να αναπτύσσεται και να αλλάζει πρόσωπο με αποτέλεσμα σήμερα να αποτελεί μια από τις πιο εύπορες περιοχές στην Κων/πολη με ελάχιστα σημάδια του Ελληνικού παρελθόντος της.
Σισλή
Πιο βόρεια από τα Τατάβλα μια ευρύτερη περιοχή που διέθετε έντονο ελληνικό στοιχείο. Εδώ θα βρείτε το μεγαλύτερο ελληνικό κοιμητήριο στην Τουρκία τον Ναό της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος. Το Σισλί αποτελεί μια απο τις πιο όμορφες περιοχές στον κεντρικό αστικό πυρήνα της πόλης. Μέχρι και το 1810 αποτελούσε ύπαιθρο και μέρος για πικ-νικ για την αστική τάξη της εποχής της πόλης καθώς διέθετε και νεκροταφεία για όλα τα δόγματα. Από τον 19ο αιώνα και μετά άρχισε να έχει ηλεκτρικό, τραμ και διασύνδεση με την υπόλοιπη Κων/πολη και η περιοχή άρχισε να γεμίζει με αρχοντικά σπίτια καθώς και επαύλεις με αυλές και γραφικά χαγιάτια.
Με την πάροδο των ετών και ειδικά με την διακήρυξη της Δημοκρατίας άρχισε να υπάρχει μια επέκταση της περιοχής με διάνοιξη δρόμων και περιοχών για κατοικίες με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν οδικές αρτηρίες καθώς και εμπορικοί δρόμοι που θα στέγαζαν γραφεία, υπηρεσίες και καταστήματα. Η περιοχή άρχισε να έχει και ζωηρή πνευματική κίνηση αφού η ίδρυση θεάτρων, κινηματογράφων και όπερας άρχισε να δίνει άλλον αέρα ενώ από την έλευση των μεταναστών μετά το ’50 οι οποίοι εγκαταστάθηκαν σε περιοχές γύρω από το Σισλί υπήρξε ένας σαφής διαχωρισμός στα αστικά όρια.
Ταρλαμπάσι
Μια ακόμα περιοχή με αρκετό κόσμο ειδικά τις δεκαετίες του 1940 με 1950. Σήμερα στην πλειοψηφία οι κάτοικοι είναι Κούρδοι και Ασσύριοι… Ενδιαφέρον παρουσιάζει η εκκλησία του Αγ. Κωνσταντίνου και Ελένης. Μέχρι τη δεκαετία του ’70, το Ταρλάμπασι ονομαζόταν Μικρή Ελλάδα. Ούτε μια ελληνική οικογένεια δεν απομένει. Στη ριζική μεταμόρφωση του Ταρλάμπασι συνετέλεσαν αφ’ ενός οι διωγμοί των Ελλήνων, αφ’ ετέρου η εσωτερική μετανάστευση.
Οι Πολίτες έφυγαν σε διαδοχικά ρεύματα, μετά τα Σεπτεμβριανά (1955), τις απελάσεις των Ελλήνων υπηκόων το 1964 και την εισβολή στην Κύπρο. Το Ταρλάμπασι κατοικήθηκε από Eλληνες στα μέσα του 19ου αιώνα και εξελίχθηκε στη μεγαλύτερη ελληνική περιφέρεια του Πέραν.Αποτελούσε μετάβαση, γεωγραφικά και κοινωνικά, από τη χλιδή του Σταυροδρομίου στη «χωριάτικη» ατμόσφαιρα των Ταταούλων στον απέναντι λόφο. Οι Ελληνες που δεν είχαν την οικονομική ευχέρεια να κατοικήσουν σε ένα από τα πολυτελή μέγαρα του Σταυροδρομίου, θέλησαν να μιμηθούν τον εξεζητημένο τρόπο ζωής του στις πλαγιές που κατηφόριζαν στο Ρέμα των Ταταούλων (Ντολάπντερε).H περιοχή διακρινόταν σε δύο ζώνες. Στα πολυώροφα μέγαρα του Aνω Ταρλάμπασι, προέκτασης του Σταυροδρομίου, κατοικούσαν ιατροί, καταστηματάρχες, μποέμ. Οι δρόμοι του είναι οι «σκοτεινοί, στενοί δρόμοι του Πέρα» στους οποίους αναφέρονται η Μαρία Ιορδανίδου και ο Γιώργος Θεοτοκάς, κάτοικοι κάποτε της περιοχής. Στην περιοχή, που συνόρευε με το Ρεύμα των Ταταούλων και τις κακόφημες γειτονιές των τσιγγάνων, έμεναν Ρωμιοί μικροαστοί, η ραχοκοκαλιά των Ελλήνων του Πέραν.
Γεωγραφικά η περιοχή βρίσκεται δυτικότερα του αστικού κορμού του Πέραν και φυσικά νοτίως των Προπόδων των Ταταούλων (Ντολάπντερε). Πέρα απο τον μεγάλο αριθμό περιουσιών που βρίσκονται στα αζήτητα λόγω της φυγής των Ελλήνων της περιοχής τα προηγούμενα χρόνια, η επιβλητική εκκλησία του Αγίου Κων/νου και Ελένης συνεχίζει να τονίζει το ένδοξο παρελθόν της συνοικίας.
ΑΝΑΠΛΑΣΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ– Στην περιοχή αποφασίστηκε η οικιστική και οικοδομική ανάπλαση της , αρχής γενομένης από την γειτονιά που γειτνιάζει στην μεγάλη λεωφόρο.
Πριγκηπονήσια
Τα Πριγκηπονήσια (τουρκ.: Prens Adaları = Πριγκιποννήσια, Adalar = Νησιά (επίσημη ονομασία), Kızıl Adalar = Κόκκινα νησιά), είναι ένα σύμπλεγμα νησιών στη Θάλασσα του Μαρμαρά, νότια της Κωνσταντινούπολης, στο στόμιο του κόλπου της Νικομηδείας. Αποτελείται από 4 μεγάλα νησιά (Πρώτη, Αντιγόνη, Χάλκη, Πρίγκηπος) και 5 μικρότερα (Πίτα, Νέανδρος, Οξειά, Πλάτη, Αντιρόβυθος).
Στο σύμπλεγμα ανήκουν επίσης οι ύφαλοι Βόρδωνες, που θεωρούνται το απομεινάρι ενός δέκατου νησιού, το οποίο καταποντίστηκε ύστερα από κάποιο σεισμό. Στους Βόρδωνες υπήρχε το βυζαντινό μοναστήρι του Γόρδωνος ή των Αρμενιακών, στο οποίο είχε ταφεί ο Πατριάρχης Φώτιος Α΄ σύμφωνα με μία εκδοχή.
Τα νησιά απέχουν 8 ως 11 μίλια από την Κωνσταντινούπολη. Τα τέσσερα μεγάλα κατοικούνταν ανέκαθεν, ενώ τον 20ο αιώνα κατοικήθηκε και η Αντιρόβυθος.
Τα Πριγκηπονήσια μνημονεύονται για πρώτη φορά τον 4ο αιώνα π.Χ. από τον Αριστοτέλη με το όνομα «Χαλκηδόνιοι νήσοι» ή «Δημόνησοι», από το όνομα κάποιου Δημόνησου, ο οποίος πρώτος κατεργάστηκε τον υποθαλάσσιοχαλκό, που ανέσκαπταν στον παρακείμενο βυθό είλωτες εργάτες. Τα νησιά αυτά αποτέλεσαν από ενωρίς τόπο εξόρυξης χαλκού, που ήταν πολύτιμο μετάλλευμα εκείνα τα χρόνια, από αποίκους Μεγαρείς, Αιολείς και Μιλησίους.
Η ονομασία «Δημόνησοι» επιβίωσε για πολλούς αιώνες, αφού έτσι τις αναφέρει ο Ησύχιος ο Μιλήσιος τον 6ο αιώνα μ.Χ. Ο Στέφανος Βυζάντιος αναφέρεται στην εξόρυξη του κυανού μεταλλεύματος (δηλαδή της γαλαζόπετρας ή θειικού χαλκού) από το βυθό της θάλασσας, κάτι που σημαίνει ότι το κοίτασμα δεν είχε ακόμα εξαντληθεί.
Η σημερινή ονομασία προήλθε από την εποχή που το μεγαλύτερο νησί υπήρξε ιδιοκτησία του βυζαντινού πρίγκηπα Ιουστίνου Κουροπαλάτη, στα 569 μ.Χ., ο οποίος έκτισε και ανάκτορο σε αυτό. Έκτοτε το νησί ονομάστηκε «Νήσος του Πρίγκηπος» και κατ’ επέκταση τα γύρω νησιά «Πριγκηπόνησα». Πλήθος πριγκήπων και βυζαντινών αξιωματούχων κατέφευγαν στα ειδυλλιακά αυτά νησιά για ξεκούραση και συλλογισμό.
Οι Οθωμανοί τα αποκαλούσαν με διάφορα ονόματα κατά καιρούς, όπως:
Kizil adalar (Ερυθρόνησα), από τις κοκκινωπές ανταύγειες των οροσειρών τους.
Papaz adalari (Παπαδονήσια), επειδή τα κατοικούσαν πολλοί καλόγηροι.
Seytan adalari (Διαβολονήσια), μεταφράζοντας κυριολεκτικά το «Δαιμονόνησα», που ήταν παραποίηση του αρχαίου «Δημόνησοι».
Στην καθημερινή ομιλία οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης τα αποκαλούσαν «τα Νησιά», ενώ η σημερινή επίσημη τουρκική ονομασία τους είναι: Istanbul adalari (Τα νησιά της Πόλης).
Στη διάρκεια των γεγονότων της Άλωσης, τα Πριγκηπόνησα αντιστάθηκαν μάταια στις επιθέσεις των Οθωμανών, με αποτέλεσμα μετά την κατάκτησή τους ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής να πουλήσει τους κατοίκους ως σκλάβους. Στα έρημα νησιά μετέφερε υποχρεωτικά οικογένειες από τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας.
Οι νέοι κάτοικοι επωφελήθηκαν από τις φορολογικές απαλλαγές που είχαν τα νησιά και αναπτύχθηκαν γρήγορα. Οι απαλλαγές αυτές προσέλκυσαν κι άλλους χριστιανούς από διάφορα μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με αποτέλεσμα να πυκνώσει ο πληθυσμός τους. Οι περιηγητές τα θεωρούσαν αμιγώς ελληνικά νησιά (Iles de Grece), αφού τα κατοικούσαν κυρίως Έλληνες. Οι κάτοικοι ασχολούνταν κυρίως με την αλιεία και αργότερα με την εμπορική ναυτιλία συσσωρεύοντας αμύθητα πλούτη. Σταδιακά αποικίστηκαν κι από άλλους Ρωμιούς από τη Νάξο, την Άνδρο, την Κρήτη, τη Χίο κι από άλλα νησιά. Επίσης, από Έλληνες της Μικρασίας του Πόντου και της Θράκης. Αναφέρονται ακόμα Μανιάτες και Τσάκωνες της Πελοποννήσου. Όλοι αυτοί με τον καιρό συγχωνεύτηκαν και οι απόγονοί τους θεωρούσαν πια τον εαυτό τους αυτόχθονα πληθυσμό.
Τα Πριγκηπόνησα ήταν αυτοδιοικούμενα από εντόπιους προκρίτους και εκκλησιαστικά ανήκαν στη μητρόπολη Χαλκηδόνας. Στα χρόνια πριν από την Ελληνική Επανάσταση του 1821 αποτέλεσαν ασφαλές καταφύγιο για τα μέλη της Φιλικής Εταιρείας. Εκεί μπορούσαν χωρίς κίνδυνο να συζητούν για την προετοιμασία του αγώνα, αν και βρίσκονταν δυο βήματα από την έδρα του Σουλτάνου. Μάλιστα συχνά τηρούνταν πρακτικά από τις συζητήσεις αυτές, τα οποία φυλάσσονταν σε ένα σιναΐτικο μετόχι ως το 1940 που τα πέταξαν αδαείς επίτροποι της μονής.
Από το 1861 τα Νησιά απετέλεσαν δημαρχιακό τμήμα (καζά) με κέντρο την Πρίγκηπο. Ήδη είχαν εξελιχθεί σε παραθεριστικά θέρετρα για τις εύπορες οικογένειες των Ρωμιών και των Αρμενίων της Πόλης. Από τις οικογένειες αυτές εκλέγονταν κυρίως οι δήμαρχοι.
Το 1894 ταλαιπωρήθηκαν από έναν μεγάλο σεισμό αλλά σύντομα ανέκαμψαν. Πολλές σημαντικές οικογένειες της Πόλης προέρχονταν από εδώ ή είχαν τα εξοχικά τους: Καραθεοδωρή, Υψηλάντη, Σκυλίτση, Μαυρογένη κλπ. Την εποχή αυτή αριθμούσαν 10.250 μόνιμους Έλληνες κατοίκους.
Ο 20ός αιώνας ξεκίνησε με πολλά δεινά για τους κατοίκους των Νησιών. Στη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων και του Α΄ παγκοσμίου πολέμου η υποχρεωτική στρατολόγηση των φτωχότερων κατοίκων, η κατάληψη των κοινοτικών κτιρίων (σχολών, ορφανοτροφείων κλπ) από Τούρκους στρατιωτικούς και η εγκατάσταση στρατευμάτων διαφόρων χωρών επέφερε μεγάλες καταστροφές και απώλειες σε έμψυχο και άψυχο υλικό.
Η κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας με την μικρασιατική καταστροφή του 1922 πάγωσε το ρωμαίικο στοιχείο που απέμεινε στην Τουρκία και φυσικά στα Πριγκηπόνησα. Ως το 1955 υπήρξε μια περίοδος ηρεμίας. Το πογκρόμ των ελληνικών περιουσιών της Πόλης που συνέβη τότε σήμανε την αρχή του τέλους. Ακολούθησαν οι απελάσεις της δεκαετίας του ’60. Η αίσθηση ανασφάλειας των υπολοίπων τους οδήγησε σε σταδιακή αναχώρηση, συχνά χωρίς τη διασφάλιση της ιδιοκτησίας της ακίνητης περιουσίας τους. Τη θέση τους πήραν μέτοικοι από τα βάθη της Μικρασίας, κυρίως Κούρδοι και Λαζοί. Σήμερα από τους 20.000 μόνιμους κατοίκους ελάχιστοι είναι Ρωμιοί.
Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, τα Πριγκηπονήσια είναι δημοφιλής εκδρομικός προορισμός από την Κωνσταντινούπολη. Μπορεί κανείς να πάει εκεί με τακτική ακτοπλοϊκή συγκοινωνία από τα βασικά πορθμεία της Πόλης (Bostancı, Kartal, Sirkeci/Eminönü, Kabataş και Yenikapı). Στα νησιά δεν υπάρχουν αυτοκίνητα και δρόμοι και οι συγκοινωνίες γίνονται με παραδοσιακές άμαξες και ποδήλατα. Το γεγονός αυτό δίνει έναν πρόσθετο τόνο παράδοσης και ηρεμίας στην περιοχή.
Κατά την περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τα Πριγκηπονήσια υπήρξαν τόπος εξορίας για Αυτοκράτορες και Πατριάρχες. Το ίδιο συνέβη αργότερα και με Οθωμανούς Σουλτάνους. Ο πληθυσμός των νησιών στο παρελθόν αποτελούνταν από σημαντικότατο αριθμό Ελλήνων, Αρμενίων και Εβραίων, οι οποίοι είτε έμεναν εκεί μονίμως ή είχαν παραθεριστικές κατοικίες. Σταδιακά, όπως και στην υπόλοιπη Κωνσταντινούπολη, η πληθυσμιακή αυτή σύνθεση αλλοιώθηκε, καθώς τα Πριγκηπονήσια επελέγησαν από πολλούς πλούσιους Τούρκους ως τόπος διαμονής. Έτσι χτίστηκαν ακριβές επαύλεις και τα νησιά απέκτησαν κοσμοπολίτικο χαρακτήρα.
Παρά ταύτα, το πέρασμα των μειονοτήτων είναι εμφανές ακόμη και σήμερα. Σημαντικού ελληνικού ενδιαφέροντος είναι η Μονή του Αγίου Γεωργίου στην Πρίγκηπο και η Μονή της Αγίας Τριάδας στη Χάλκη, στην οποία στεγαζόταν και η Θεολογική Σχολή της Χάλκης.
Αγκυροχώρι (Τσεγκέλκιοϊ)
Περιοχή με λιγοστή πια Ελληνική παρουσία αποτέλεσε ένα από τα πιο πυκνοκατοικημένα ελληνικά προάστια μέχρι και το 1956. Σήμερα πέρα απο την εκκλησία του Αγ. Γεωργίου θα βρείτε αρκετά μέρη για φαγητό καθώς και περίπατο.
Το Τσεγκέλκιοϊ (Çengelköy) αποτελεί προάστιο της Κωνσταντινούπολης που βρίσκεται επί της ασιατικής ακτής του Βοσπόρου Άλλοτε γραφόταν στην ελληνική με την ανεπίσημη ονομασία «Αγκυροχώριον». Εκεί υπάρχει σήμερα η ορθόδοξη ελληνική εκκλησία του Αγίου Γεωργίου (Χρυσοκεράμου ή Χρυσοκεραμιδά), καθώς και σχολείο.
Κατά τον Έλληνα δημοσιογράφο Σταύρο Βουτυρά που καταγόταν απ΄ αυτό το προάστιο η ονομασία Τσεγκέλκιοϊ αποτελεί παραφθορά της άλλοτε βυζαντινής ονομασίας του «Τα Συγκέλλου»,η οποία προήλθε από την παρακείμενη Μονή Συγκέλλου. Στην περιοχή υπήρχαν πολλοί Έλληνες ενώ με τα γεγονότα του 1955 αναγκάστηκαν να μετακινηθούν στην Ευρωπαϊκή ακτή της Πόλης. Σήμερα η μικρή ελληνική κοινότητα της περιοχής δίνει ζωντανό παράδειγμα πολιτισμού.
Το Τσεγκέλκιοϊ είναι μια από τις περιοχές που συνέβησαν πολλές βιαιοπραγίες κατά το Σεπτέβριο του 1955. Μαρτυρίες για βιασμούς, πετροπόλεμο εναντίων ελληνικών σπιτιών και ένα σκηνικό το οποίο ανάγκασε το σύνολο των –τότε 2,000 Ελλήνων της περιοχής να μετοικίσουν για άλλες περιοχές μέσα στη Κων/πολη ή να φύγουν στην Ελλάδα δείχνει ότι το Σεπτεμβριανό πογκρόμ προξένησε μεγάλη ζημιά στην περιοχή. Η Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου ήταν μια από αυτές που είχαν καταστραφεί ολοσχερώς και πέρασαν πάνω από 6 χρόνια για να ξαναχτιστεί και ξαναφτιαχτεί όπως πρίν Στην περιοχή έγιναν ξανά Θεοφάνεια το 2008 για πρώτη φορά από το 1956 Εκκλησιαστικά η περιοχή υπάγεται στην Μητρόπολη Χαλκηδόνας που έχει την έδρα της στο Kadıköy.
Φανάρι Μπαλάτ
Το Μπαλάτ αποτελεί μια ακόμα απόδειξη με έντονη Eλληνική παρουσία -μαζί με τα Υψωμαθεία. Μέχρι το 1965 υπήρξε έντονο Eλληνικό στοιχείο το οποίο σιγά σιγά άρχισε να φθίνει. To Φανάρι ή Μπαλάτ μεταξύ του τείχους του Κωνσταντίνου και του Θεοδοσιανού τείχους. Υπάγεται στην περιφέρεια του Φατίχ. Βρίσκεται γύρω από τον πέμπτο λόφο της Κωνσταντινούπολης,που φέρει το ίδιο όνομα, και βρέχεται από τον Κεράτιο κόλπο. Από το 1601 εδρεύει εκεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Γύρω του αναπτύχθηκε έκτοτε μια ελληνική συνοικία, όπου εγκαταστάθηκαν οι περισσότεροι από τους Έλληνες οι οποίοι έλαβαν και την προσωνυμία Φαναριώτες. Το Φανάρι μέχρι και το 1950 διέθετε αρκετές ελληνικές οικογένειες οι οποίες κατοικούσαν στα γύρω στενά το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Έπειτα απο το Πογκρόμ του 1955 οι πιο πολλοί Ομογενείς μετοίκησαν σε άλλες περιοχές προς το κέντρο της πόλης ή για το εξωτερικό.
Τα τελευταία χρόνια η ομογενειακή παρουσία στην ευρύτερη περιοχή φθήνει αλλά η αύξηση των Συροχαλδαίων Χριστιανών οι οποίοι διοικητικά ανήκουν στο Πατριαρχείο βοηθά στην αναπτέρωση του ηθικού των Ομογενών γενικά.Η Μεγάλη του Γένους Σχολή η οποία αποτελεί ενα απο τα πιο ονομαστά και ξακουστά εκπαιδευτήρια βρίσκεται στην κορυφή της περιοχής και είναι ενα απο τα πιο αναγνωρίσημα κτίρια που θα δείτε στην Κων/πολη.
Ταταύλα
Τα Ταταύλα (Kurtuluş), είναι μια ιστορική συνοικία της Κωνσταντινούπολης και βρίσκεται ΒΔ. του Πέραν κατοικούμενη από τον 16ο αιώνα μέχρι το 1922 αποκλειστικά από Έλληνες, κάποιους Αρμένιους και λιγότερο Εβραίους. Θεωρείται ότι πρώτοι κάτοικοι της συνοικίας αυτής ήταν Χιώτες. Σήμερα η Κουρτουλούς αποτελεί κοσμοπολίτικη συνοικία του δημοτικού διαμερίσματος νοτίου Σισλί της Κωνσταντινούπολης
Ο Σκαρλάτος Βυζάντιος θεωρεί πως το όνομα αυτό οφείλεται από τους «στάβλους» των Γενουατών της περιοχής του Γαλατά, στα Τούρκικα “τάβλα”. Τα Ταταύλα συνοικίσθηκαν επί Σουλτάνου Σουλεϊμάν Α’ (1520-1566) από τους αιχμαλώτους και εργάτες του πλησίον ναυστάθμου Κασίμ-Πασά, που κατάγονταν από την Κρήτη, Μάνη, Κυκλάδες και Επτάνησα. Λόγω της έντονης ελληνικής δραστηριότητας, με πολυάριθμα σχολεία, εκκλησίες και ταβέρνες τα Ταταύλα είχαν λάβει από τους Τούρκους το προσωνύμιο “Μικρή Αθήνα” (Küçük Atina).
Ο πληθυσμός των Ταταύλων που εν τω μεταξύ μετά τη μεγάλη πυρκαϊά (κατ΄ άλλους εμπρησμό των Τούρκων, κατ΄ άλλους εγκληματική αδιαφορία και κατ΄ άλλους αδυναμία μέσων πυρόσβεσης) που σημειώθηκε στις 13 Απριλίου του 1929 μετονομάσθηκε επίσημα σε Kurtuluş – Κουρτουλούς (= Απολύτρωση), το 1950 είχε περιορισθεί στις 7.000 μόνο. Παρά ταύτα η εν λόγω κοινότητα διατηρεί μέχρι σήμερα τρεις ναούς: του Αγίου Αθανασίου, του Αγίου Δημητρίου και του Αγίου Ελευθερίου. Στην ίδια περιοχή υπήρχε εξατάξια μικτή αστική σχολή με 400 μαθητές και φιλόπτωχη αδελφότητα που παρείχε καθημερινά συσσίτια καθώς και αθλητικό σύλλογο.
Το όνομα Κουρτουλούς με τη σημασία που έχει δεν θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως έννοια συνυφασμένη με ξεριζωμό των Ελλήνων, ή Αρμενίων από την περιοχή. Το όνομα είναι πολύ παλαιό και προέρχεται από την ομώνυμη ακτή “Κουρτουλούς” επί της οποίας αποβιβάζονταν αιχμάλωτοι – δούλοι που ανάλογα των γνώσεών τους κατ΄ εντολή του Σουλτάνου απολυτρώνονταν και αναλάμβαναν εργασίες κυρίως στους ταρσανάδες (ναυπηγεία) της περιοχής, ή σε άλλες εργασίες.
Τα Ταταύλα είχαν καταστραφεί και παλαιότερα από πυρκαγιά, το 1832, όταν τότε αποτεφρώθηκαν περισσότερες από 600 οικίες και 50 καταστήματα.
Τα Ταταύλα συνοικίσθηκαν επί Σουλτάνου Σουλεϊμάν Α’ (1520-1566) από τους αιχμαλώτους και εργάτες του πλησίον ναυστάθμου Κασίμ-Πασά, που κατάγονταν από την Κρήτη, Μάνη, Κυκλάδες και Επτάνησα.Τον 18o αιώνα χριστιανοί εργάτες μετοίκησαν απο τον Κεράτιο Κόλπο στα Ταταύλα και μαζί τους φέρανε και την εικόνα του Αγίου Δημητρίου,οπου την μεταφέρανε στον ναό του Αγίου Αθανασίου(ο οποίος μετά απο εργασίες το 1782 μετονομάστηκε σε Άγιο Δημήτριο).
Μέχρι το 1850 τα Ταταύλα ήταν αραιοκατοικημένα και κακόφημα,και αποτελούσαν μια απο τις λαικές γειτονιές της Πόλης.Μετά το 1850 όμως ηρθέ η λεγόμενη Χρυσή Επόχη για τα Ταταύλα καθως υπάρχουν πολλά προνόμια:
- Χτιζονται πολλές εκκλησίες και ανακαινίζονται οι παλιοί ναόί
- Ιδρυεται ο Αθλητικος Συλλογος Κουρτουλούς
- Ιδρυεται η Αστική Σχόλη,Παρθεναγωγείο και Αρρεναγωγείο
- Κατοικουν,σε ποσοστο 99%,Έλληνες κάτοικοι οπού έχουν απόλυτη ελευθερία
Ολα αυτά αλλάζουν μετά το 1929 οπου ξεσπάει η πιο καταστροφική πυρκαγιά στην ιστορία των Τατάβλων,οι Έλληνες κάτοικοι φεύγουν και αρχιζεί εισροή αλλοεθνών.Μετονομάζονται σε Κούρτουλους (Απελευθέρωση)
Σημερά τα Ταταύλα αποτελούν την πιο πολυπληθή ελληνική κοινότητα της Πόλης με παραπάνω απο 1200 κατοίκους.Η Κοινότητα αποτελεί απο τις πιο δραστήριες ελληνικές κοινοτητες στην Πόλη.Συντηρεί 5 ναούς και ένα νεκροταφειακό ναό,οι οποίοι είναι:
- Ο Καθεδρικός ναός του Αγίου Δημητριου,σε άριστη κατάσταση με 700 ενορίτες
- Ο ναός του Αγίου Αθανασίου,με 100 ενορίτες
- Ο ιστορικός ναος του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Ντολάπντερε,χωρίς ενορία
- Ο ναός των Δώδεκα Αποστόλων Φερίκιοϊ,σε αριστή κατάσταση,με 300 ενορίτες
- Ο ιστορικός ναός Αγιάς Παρασκευής Πικριδίου με 100 ενορίτες
- Ο Κοιμητηριακός ναός του Αγίου Ελευθερίου,πρόσφατα ανακαινισμένος
Η αστική σχολή έκλεισε την περίοδο 2003-2004,όταν αποφοίτησαν οι τελευταίοι 4 μαθητές του, σήμερα συνεχίζεται ο δικαστικός αγώνας για το κλείσιμό του.Ο αθλητικός σύλλογος συνεχίζει την αξιόλογη δράση του,με πρόεδρο τον Κωσταντίνο Μπελαλίδη, έχοντας κερδίσει πολλές αξιώσεις.
Μεσαχώριο
To Μεσαχώρι (τουρκ. Ortaköy), ή καλούμενο από τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης Μεσαχώρα ή Μεσαχώριο αποτελεί σήμερα συνοικία της Κωνσταντινούπολης, επί της ευρωπαϊκής όχθης του κάτω Βοσπόρου, στα όρια της περιοχής Μπεσίκτας (Διπλοκιονίου). Το τούρκικο όνομά της που μεταφράζεται Μεσοχώρι, οφείλεται στη θέση της ανάμεσα στο κάστρο Ρούμελι Χισάρ και του Κουρού Τσεσμέ, ή Ξηροκρήνης.
Στη θέση του Ορτάκιοϊ βρισκόταν στην αρχαιότητα η πόλη Αρχίας ή Αρχείον που ονομάσθηκε από τον Αρχία τον Αριστώνυμο, όταν εμποδίστηκε από τους Χαλκηδονίους (αποίκων του σημερινού Καντίκιοϊ) να κατοικήσει στην αντίπερα όχθη, όπου έφθασε στη τοποθεσία αυτή και δημιούργησε πόλη. Στη βυζαντινή εποχή ονομαζόταν και Άγιος Φωκάς λόγω της ομώνυμης μονής που είχε οικοδομηθεί εκεί από τον Βασίλειο τον Μακεδόνα, στη θέση πολυτελούς οικίας του εικονομάχου πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννου του Ζ΄ στη δε βόρεια εσχατιά της πόλης υπήρχε ναΐσκος του Αγίου Γεωργίου με αγίασμα. Το Ορτάκιοϊ αποτελεί την τρίτη παραλιακή κοιλάδα βορειοανατολικά της κοιλάδας του Ντολμαμπαχτσέ, το εσωτερικό της οποίας περικλείεται από λοφοσειρά των οποίων τα νερά φέρονται στον χείμαρρο Ανμπαρλί-ντερέ που εκβάλει στο Βόσπορο. Οι λόφοι του Ορτάκιοϊ και η κοιλάδα του καλύπτονταν άλλοτε με πλούσιες καλλιέργειες αμπελώνων και κερασώνων καθώς και με συκομουριές, ενώ ονομαστές ήταν οι φράουλες και διάφορα λαχανικά της περιοχής.
Μέχρι την εποχή του Σουλεϊμάν Α’ (16ος αι.), κυρίαρχο ήταν το ελληνικό στοιχείο, ενώ κατά το 17ο αιώνα στο Ορτάκιοϊ εγκαταστάθηκαν πολλοί Εβραίοι, όπως και αργότερα κατά τον 20ό αιώνα. Οι κοινότητες Ελλήνων, Αρμενίων και Εβραίων που διατηρήθηκαν μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, σταδιακά παρήκμασαν δημογραφικά, κυρίως μετά τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου του 1955. Η ορθόδοξη ελληνική κοινότητα του Μεσοχωρίου διατηρούσε άλλοτε σχολές αρρένων και θηλέων καθώς και μικτή σχολή.
Το Ορτάκιοϊ είναι γνωστό για την Μονή του Αγίου Φωκά που υφίσταται μέχρι και σήμερα ο ναός της οποίας ανοικοδομήθηκε το 1856 με δωρεά πλούσιας καππαδοκικής οικογένειας, ενώ παλαιότερα ήταν ένας μικρός και σκοτεινός ναΐσκος, περισσότερο όμως γνωστό είναι από το ομώνυμο τέμενος, τεχνοτροπίας νεο-μπαρόκ, που χτίστηκε το 19ο αιώνα. Με τα γεγονότα της ίδρυσης της Βουλγαρικής Εξαρχίας, στο προάστιο αυτό συνήλθε το 1871 το “βουλγαρικό εκκλησιαστικό και εθνικό συμβούλιο” οι εργασίες του οποίου ξεκίνησαν στις 23 Φεβρουαρίου και έληξαν στις 24 Ιουλίου. Σήμερα το Ορτάκιοϊ αποτελεί κοσμοπολίτικο προάστιο της Κωνσταντινούπολης, που φέρεται ν’ αναπτύχθηκε γρήγορα μετά την ανέγερση του ανακτόρου Τσιραγάν (Çırağan Sarayı) κατ’ εντολή του σουλτάνου Αμπντούλ Αζίζ όπου και αποτέλεσε για σύντομο χρονικό διάστημα την κατοικία του, ενώ σήμερα έχει μετατραπεί σε πολυτελές ξενοδοχείο, καθώς και από άλλα σουλτανικά οικοδομήματα που στολίζουν την πόλη. Επίσης εδώ βρίσκεται και το Πανεπιστήμιο Γαλατασαράι. Παρά την παραλία του Ορτάκιοϊ βρίσκεται ο μεγάλος πυλώνας της πρώτης μεγάλης Γέφυρας του Βοσπόρου.
Πέραν
Το κέντρο της Κων/πολης με ανάπτυξη απο τις αρχές του 1890, αποτέλεσε την εμπορική καρδιά της χώρας στα μέσα του 1950 και 1960. Τουριστικοποιημένο άλλωτε περιοχή με 40.000 Ρωμιούς σήμερα ειναι τουριστική βιτρίνα της Πόλης.Το όνομα αυτό προήλθε από τη διαμονή εκεί του βασιλόπαιδος (μπέη-ογλού) Αλεξίου, γιου του τελευταίου αυτοκράτορατης Τραπεζούντας, Καλοϊωάννη του Κομνηνού που εγκατέστησε εκεί αιχμάλωτο ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής, μετά την άλωση της Τραπεζούντας. Κατ΄ άλλους ερευνητές η ονομασία της περιοχής προέρχεται εκ του “μπέη” + “γιολού”(= οδός πριγκίπων), από τη μεγάλη οδό του Πέραν, όπου από τον 16ο αιώνα.διέμεναν επίσημοι ξένοι επισκέπτες της Κωνσταντινούπολης που οι Τούρκοι τους αποκαλούσαν όλους “Μπεηλέρ” (= Πρίγκιπες).Στη περιοχή αυτή βρίσκονται αξιόλογα κτίρια και μνημεία της πόλης όπως ανάκτορα, μουσεία, ο περίφημοςΠύργος του Γαλατά κ.ά. Η Περιοχή του Ταξίμ αναπτύχθηκε κατά τα μέσα του 19ου αιώνα. Μέχρι τότε αποτελούσαν προάστια της Κων/πολης των Οθωμανών. Λίγο πιο βόρεια από το σημερινό Τούνελ υπήρχαν μερικές επαύλεις –σήμερα προξενεία χωρών όπως αυτό της Ρωσίας και της Σουηδίας- καθώς και μερικά αγροκτήματα των οποίων οι ιδιοκτήτες πρέπει να ήταν εύποροι αστοί.
Αναλυτικότερα: Το Ταξίμ ή Τακσίμ αποτελεί συνοικία του Πέραν (Σταυροδρομίου, τουρκικά Μπέιογλου -Beyoğlu) της Πολης, που κατοικούνταν παλαιότερα από Έλληνες και Αρμενίους.Το όνομά της οφείλεται σε παλαιά θολωτή υδροδεξαμενή (ταξίμ) που είχε αναγείρει το 1731 ο Σουλτάνος Μαχμούτ Α’. Η υδροδεξαμενή αυτή μαζί με τους έναντι στρατώνες του πυροβολικού γκρεμίστηκαν αργότερα και στο χώρο αυτό μαζί με το έναντι Πεδίον του Άρεως (Ταλίμ-χανέ) διαμορφώθηκε σύγχρονο πάρκο με τη μεγάλη ομώνυμη πλατεία, αν και το επίσημο σήμερα όνομά της είναι «πλατεία ανεξαρτησίας», παραμένει όμως περισσότερο γνωστή με το όνομα της συνοικίας. Στο κέντρο της, δεσπόζει μεγάλο τετράπλευρο θολωτό μνημείο με τον ανδριάντα του Κεμάλ Ατατούρκ, που αναγέρθηκε το 1928, και τον παρουσιάζει αφενός ν΄ αναλαμβάνει την επίθεση κατά των Ελλήνων το 1922, (βόρεια πλευρά), αφετέρου να προκηρύσσει τη Δημοκρατία της Τουρκίας το 1923 (νότια πλευρά). Η σύγχρονη αυτή συνοικία αποτελείται από νέες πολυκατοικίες με μεγάλους πλέον δρόμους. Το σύνολο των κτηρίων ειδικά στις αρχές της μεγάλης οδόυ του Πέρα παρουσιάζει ενδιαφέρουσα αρχιτεκτονική δομή καθώς μας παραπέμπει σε αρχιτεκτονική καθαρά κεντροευρωπαϊκή.
Νιχώρι
To Νιχώρι του Βοσπόρου, ενα απο τα πιο παλιά ελληνικά χωριά της περιοχής σήμερα αποτελεί μια απο τις πιο κοσμικές περιοχές στην Κωνσταντινούπολη με πληθώρα επιλογών για νυχτερινή ζωή αλλά και μέρη για περιπάτους.Το Νιχώρι αποτελεί μια από τις πιο ιστορικές περιοχές στον Βόσπορο στο οποίο ανέκαθεν υπήρξε ελληνικός – και εβραϊκός πληθυσμός.Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου ανέκαθεν αποτέλεσε τον πόλο έλξης της Ρωμαίϊκής κοινότητας ενώ στην ευρύτερη περιοχή μέχρι και το 1960 κατοικούσαν πάνω από 100 Ελληνικές οικογένειες. Το Οτέλ Κάρλτον (Carlton Oteli) αποτελεί μια από τις πιο γνωστές γωνιές της περιοχής όπου πολλά δρώμενα τόσο της κοινότητας όσο και των κατοίκων έχουν διαδραματιστεί εκεί.
Η περιοχή δεν γνώρισε μεγάλες καταστροφές κατά την περίοδο των Σεπτεμβριανών αλλά στην συνέχεια σταδιακά βίωσε την απότομη μείωση των κατοίκων της.Σήμερα το Νιχώρι ξαναζεί υπο την καθοδήγηση του Λάκη Βίγκα, ενός από τα πιο δραστήρια άτομα της Ρωμαίϊκης πραγματικότητας στην Τουρκία.
Υπήρχε μάλιστα και το Ζωγράφειο Παρθεναγωγείο το οποίο σήμερα λειτουργεί ως επι το πλείστον σαν χώρος στέγασης κατοίκων της κοινότητας. Οι περισσότεροι από τους Ρωμιούς κατοίκους σήμερα κατοικούν σε οικήματα συμφερόντων της Ελληνικής κοινότητας. Το Νιχώρι θεωρείται ως μια από τις πιο δραστήριες κοινότητες που υπάρχουν σήμερα στην Πόλη, χάρη στον Λάκη Βίγκα, δραστήριο Έλληνα επιχειρηματία.
http://constantinoupoli.com
Λίγα λόγια για το συντάκτη του άρθρου
Author: Νέοι Καιροί εν Αιγίω Email:[email protected]