Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης
Γράφει ο Βλάσσης Τρεχλής
Στο νησί μου κανένα παιδί δεν έλεγε κάτι για το χθες, ούτε λογάριαζε τι θα κάνει την επόμενη μέρα. Ανέμελοι ήμασταν. Αγόρια και κορίτσια τρέχαμε στις αμμουδιές και φθάναμε ως τα βράχια πέρα, όπου έβγαιναν τα καβούρια για να λιαστούν. Παρά την αδιαφορία μας, οι εποχές εναλλάσσονταν, φέρνοντας η καθεμιά τα δικά της αγαθά, τις δικές της ανάγκες, τους δικούς της αέρηδες.
Την άνοιξη, όταν, για μια ακόμη φορά, τα μπουμπούκια στα δέντρα άρχισαν να φουσκώνουν, γνώρισα την Αλίνη. Είχε έρθει με τους δικούς της από τη Οινόη, ένα νησί που βλέπαμε εκεί απέναντι, με ένα ψαθοκάραβο. Κανένα από τα παιδιά δεν νοιάστηκε να μάθει γιατί ήρθαν στο νησί μας. Τα μάτια των αγοριών έπεσαν πάνω στην Αλίνη, όπως οι μέλισσες πετούν προς το άνθος που έχει το πιο αρωματικό νέκταρ.
Κάθισα λίγο πιο κει από το νεανικό λεφούσι και τη θωρούσα. Ήταν λεπτή σαν ηλιαχτίδα και χαρούμενη σαν σουσουράδα. Έπαιζε η ματιά της όπως έπαιζε ο άνεμος με τον ελαφρύ χιτώνα της. Τα γυμνά της πόδια άφηναν τα ανάλαφρα χνάρια τους πάνω στην άμμο. Γέλασε σε κάποιο πείραγμα των αγοριών και τότε, άθελά της πιστεύω, έριξε σε μένα τη ματιά της. Σαν να της κακοφάνηκε που δεν ήμουν μαζί με το λεφούσι που έτρεχε ξωπίσω της.
Έφυγα και πήγα προς τα μαρμαρόβραχα, στην άλλη άκρη του γιαλού. Ήξερα τι έψαχνα. Είχα ανακαλύψει μετά τις βροχές, τις μορφές που κρύβουν στα σπλάχνα τους οι πέτρες. Διάλεξα μια. Την πιο σκληρή και την πιο όμορφη. Σαν την παλάμη μου ήταν, όχι πιο μεγάλη. Στάθηκα πάνω στον μεγάλο βράχο και άρχισα να την πελεκώ. Από εκεί που καθόμουν παρατηρούσα την Αλίνη να ανταγωνίζεται τα αγόρια στο τρέξιμο και στο κυνήγι των καβουριών. Είχε μιαν αρχοντιά το παράστημά της κι έναν λαιμό μακρύ σαν του ερωδιού. Έβλεπα τα πόδια της, καθώς έτρεχε, να μην πατούν στη γη. Τα χέρια της, σαν άνοιγαν, τον ήλιο ν’ αγκαλιάζουν.
Τα σταφύλια είχαν ωριμάσει για τα καλά, όταν την είδα να αφήνει τα άλλα παιδιά και να έρχεται προς το μέρος μου. -Φεύγω με το ξημέρωμα, μου είπε. Της έδωσα το μικρό ειδώλιο. -Για να θυμάσαι το νησί μου, της απάντησα. Το πήρε μέσ’ στη χούφτα της. Το κοίταξε για λίγο και το έφερε στα χείλη της. -Θα ξανάρθω του χρόνου για να μου δώσεις το ταίρι του, είπε και χαμογέλασε τρυφερά. -Ορκίζεσαι στα κύματα; τη ρώτησα. -Ορκίζομαι, μου απάντησε κι ακούμπησε τα δυο της δάχτυλα στα χείλη. Την περίμενα τον επόμενο θεριστή, μα δεν ήρθε. Όταν τα σταφύλια ωρίμασαν για τα καλά πήρα το ταίρι του και κατέβηκα στο γιαλό. Άνοιξα μια γούβα στην άμμο και εκεί το ακούμπησα. Το κύμα, που συμπονούσε τους ανθρώπους, ακόμη κι αυτούς που πάταγαν τον όρκο τους, ήρθε με τη μορφή του φλοίσβου, σκέπασε το μυστικό μου και πήρε μαζί του τη θλίψη μου.